Αλμυρομένος άδραξα τη στιγμή της ανάσας.
Πληρώνεις κρίματα, έλεγες.
Ξοδεύω όνειρα, ανήμπορα στη δημοσιά, μιλούσα.
Έφυγαν οι γλάροι με τη μαούνα του καπετάν- Γιώργη.
Συννεφόκαμα στο λιμανάκι το αβαθές.
Όλα φεύγουν κάποτε, είπες.
Μαζί ή χωρίς, μα γεμάτα εικόνες και πνοές, απάντησα.
Δόθηκε η γης στο δροσερό λουτρό της.
Μάτια κόκκινα στο δάκρυ τ’ ουρανού.
Στροβιλισμένα.
Πάει το καλοκαίρι, έγνεψες.
Ζήταγε του έρωτα τον τόπο· δεν του ‘πες να μείνει; Λύθηκα.
Πήρε να γεφυρώνει ο ήλιος με τα’ αγέρι της φεγγαρόφωτης.
Του ήλιου ο γιος παντρεύεται της νύχτας το κορίτσι.
Μιας λάμψης έκλυση.
Πάνε κι’ αυτοί. Έμεινε μόνο η φίλη μου η βροχή, έκανες.
Πάνε μαζί. Γεμάτοι εικόνες και πνοές. Πάνε μαζί, συμπλήρωσα.
….και τραβήξαμε καθένας το δρομί του!
Comments