top of page

Τελευταία συνάντηση


Αλμυρομένος άδραξα τη στιγμή της ανάσας.

Πληρώνεις κρίματα, έλεγες.

Ξοδεύω όνειρα, ανήμπορα στη δημοσιά, μιλούσα.


Έφυγαν οι γλάροι με τη μαούνα του καπετάν- Γιώργη.

Συννεφόκαμα στο λιμανάκι το αβαθές.

Όλα φεύγουν κάποτε, είπες.

Μαζί ή χωρίς, μα γεμάτα εικόνες και πνοές, απάντησα.


Δόθηκε η γης στο δροσερό λουτρό της.

Μάτια κόκκινα στο δάκρυ τ’ ουρανού.

Στροβιλισμένα.

Πάει το καλοκαίρι, έγνεψες.

Ζήταγε του έρωτα τον τόπο· δεν του ‘πες να μείνει; Λύθηκα.


Πήρε να γεφυρώνει ο ήλιος με τα’ αγέρι της φεγγαρόφωτης.

Του ήλιου ο γιος παντρεύεται της νύχτας το κορίτσι.

Μιας λάμψης έκλυση.

Πάνε κι’ αυτοί. Έμεινε μόνο η φίλη μου η βροχή, έκανες.

Πάνε μαζί. Γεμάτοι εικόνες και πνοές. Πάνε μαζί, συμπλήρωσα.


….και τραβήξαμε καθένας το δρομί του!



Comments


bottom of page