«Φρόνιμη να ‘σαι θυγατέρα μου, αμύριστο λουλούδι σε θέλω, μάτια μου...
Την τιμή σου να τη κρατάς σαν κόρη οφθαλμού. "Η τιμή, τιμή δεν έχει και
χαρά σ‘ τον που την έχει". Αυτό πάντα να το θυμάσαι... Δεν θέλω παιδί μου αυτά που βλέπουν τα μάτια μου, "όνομα και μη χωριό", σουρουπώματα αγκαλιά μ ' έναν μαντράχαλο. Αλλά τι να περιμένει κανείς... "κατά μάνα, κατά κύρη... κατά γιο και θυγατέρα". Η μάνα ολημερίς στις ρούγες κι ο κύρης της, ξεδιάντροπος, να γυρνοβολάει μ' έρωτες...»
»Αυτά βλέπω κι ανησυχώ κορούλα μου. Έχω και την καρδιά μου, φοβάμαι μη πεθάνω, σ’ αφήσω και φύγω κι εγώ, σαν τη μάνα σου που έφυγε νωρίς για τον απάνω κόσμο».
Πατέρας και μάνα για την Ηρώ ο κυρ Αργύρης. Από τα τέσσερα της χρόνια την μεγάλωνε ολομόναχος, αφού δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ για χάρη της. Ήταν και φτυστή η μάνα της και καρπός του μεγάλου του έρωτα.
«Σε βλέπω καμάρι μου να φουντώνεις σαν ανθισμένο γιασεμί να μοσχοβολείς. Δεν θέλω να σε πιάνουν στο στόμα τους σαν περδικοπερπατείς καμαρωτή με τ' όμορφο κεφάλι σου πάνω στο μακρύ σου, σαν του κύκνου, τον λαιμό... Να κοντοστέκονται... Να χαίρονται...»
«Μη μου στεναχωριέσαι πατέρα μου, όλα θα γίνουν όπως μου τα λες... Θ' ακολουθώ τις συμβουλές σου».
Η όμορφη Ηρώ στόμα είχε και μιλιά δεν είχε. Σεμνή, ταπεινή, καλοδεχτική κι ανοιχτόκαρδη, ξυπνούσε κάθε πρωί, άνοιγε τα μικρά παραθυράκια του φτωχόσπιτού τους και πλημμύριζε με το φως του ήλιου και την ευωδιά των λουλουδιών του κήπου μέσα όλο το σπίτι. Ύστερα έβγαινε στην αυλή, ένιβε το πρόσωπό της με το πρώτο νερό της βρύσης και πότιζε τις φορτωμένες τριαντάφυλλα, πολύχρωμες τριανταφυλλιές της, που τις λάτρευε κι έκαναν το σπιτάκι τους να μοιάζει μικρό παλατάκι στον Παράδεισο.
Πότε της δεν ζήλεψαν τα μάτια της το απέναντί της δίπατο αρχοντικό με τα φαρδιά αλαβάστρινα μπαλκόνια του και τις υψηλές του ολόλευκες, λαμπερές σκάλες του. Η οικοδέσποινα του, η κυρία Ευτέρπη, ψηλομύτα κι ακατάδεχτη. Ούτε την καλημέρα του Θεού δεν της έπαιρνες. Χρόνια χήρα, ζούσε με τον μοναχογιό της Κωνσταντή. Ένα λεβεντόπαιδο με όμορφη κορμοστασιά, ψηλό σαν κυπαρίσσι, γελαστό κι ανοιχτόκαρδο παιδί, που έμοιαζε στο χαρακτήρα στον μακαρίτη τον πατέρα του. Σπούδαζε στην Αθήνα γιατρός κι όταν ερχόταν στη μάνα του, καθόντουσαν με τις ώρες στην βεράντα να συζητούν και να τον συμβουλεύει μεγαλοφώνως.
«Να κρατάς τη θέση, Κωνσταντή μου. Να μιλάς και να συζητάς με ανθρώπους της σειράς μας κι όχι με όλους τους παρακατιανούς, με ανθρώπους από τον σωρό. Αυτοί σου είναι επιζήμιοι».
Ο Κωνσταντής τη κοιτούσε με αγάπη κι ένα ζεστό χαμόγελο.
«Άνθρωποι απλοί, αγνοί, εργατικοί είναι, μητέρα, αλλά και πολύ σοφοί...
Να ξέρεις, τους απολαμβάνω και περισσότερο τους γέροντες, με μαθήματα κι εμπειρίες».
«Καλά που λείπεις, γιε μου» μονολογούσε μέσα της «αλλιώς, με τα μυαλά που κουβαλάς, "θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου" τι να με περιμένει… Να μου κουβαλήσεις καμιά αμόρφωτη, ξεβράκωτη».
Μάιος μήνας. Ο Κωνσταντής, αν και είχε διάβασμα πολύ για πτυχιακές εξετάσεις, κατέβηκε να κάνει Πάσχα με τη μητέρα του˙ δεν ήθελε να είναι μόνη της.
«Καλώς τον κανακάρη μου, την καρδιά μου», τον καλωσόρισε αγκαλιάζοντάς τον.
Καθόντουσαν, όπως ανέκαθεν, στην βεράντα τους μάνα και γιός και τα ‘λεγαν κι όσο άκουγε τον γιο της ήταν χαρούμενη κι ευτυχισμένη. Το βλέμμα του Κωνσταντή σε μια στιγμή, σαν ακτίνα λέιζερ, διαπέρασε τον κήπο ανάμεσα στις τριανταφυλλιές και σταμάτησε στο γλυκό πρόσωπο της Ηρώς. Με τα μακριά, πλούσια, φιδίσια της μαλλιά, ριγμένα χείμαρροι στους ώμους της, που έλαμπαν στον ήλιο και με την αγκαλιά της γεμάτη φρεσκοκομμένα πολύχρωμα τριαντάφυλλα, έμοιαζε νεράιδα από παραμύθι. Ένα δυνατό τσίμπημα ένιωσε στη καρδιά του κι αναστέναξε. Δεν ήξερε αν ήταν ξύπνιος ή αν ονειρευόταν.
Κάθε πρωί, εκεί, στη βεράντα, είτε με τη μητέρα του είτε μόνος του, με το βλέμμα του καρφωμένο, περίμενε με λαχτάρα να τη δει κι όσο περνούσε η ώρα και δεν την έβλεπε, τόσο φούντωνε η τρέλα του.
Μεγάλη Παρασκευή πρωί. Επιτέλους την είδε. Ομορφοχτενισμένα είχε τα μαλλιά της σε δύο χοντρές πλεξούδες στεφάνι γύρω από το ωραίο της κεφάλι της, μ ' ένα γαλάζιο αέρινο φουστάνι κι ένα πανέρι στο μπράτσο της να κόβει ρόδα. Ένας πραγματικός άγγελος που κατέβηκε στη γη, Μεγάλη Παρασκευή για Εκείνον να τα προσφέρει στον Τάφο Του! Το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω της σε μια στιγμή διασταυρώθηκε με το δικό της. Δύο φεγγάρια αυτόφωτα τα μάτια της στο ροδαλό από τη ντροπή της πρόσωπο. Αυτός ήταν ο κεραυνοβόλος έρωτας που το βόλι του σημάδεψε την καρδιά της.
Το βράδυ της Ανάστασης συνόδευσε τη μητέρα του στην εκκλησία ο Κωνσταντής. Μέσα στην εκκλησία αναζητούσε τη μορφή της. Την είδε επιτέλους να κρατάει στο χέρι της ένα κερί και έλαμπε σαν Παναγία.
«Θεέ μου... Χριστέ μου... Παναγία μου», μονολόγησε «βοηθήστε με να γίνει πραγματικότητα τ’ όνειρο μου και κάθε χρόνο εδώ θα γιορτάζουμε μαζί τα Θεία Πάθη και την Ανάσταση Σου!»
Ανήμερα του Πάσχα τους είχε καλέσει η θεία του, αδερφή της μητέρα του, να γιορτάσουν μαζί.
«Θα φύγω νωρίς, Κωνσταντή μου, να πάω να βοηθήσω˙ κοίταξε μην αργήσεις και εσύ».
Ο Κωνσταντής άλλο που δεν ήθελε να μείνει μόνος του, να δει τα μάτια που του ‘κλεψαν την καρδιά του. Καθόταν στην αυλή με τον πατέρα της, με ένα υπέροχο βάζο με τριαντάφυλλα στο τραπέζι τους. Σε λίγο ο πατέρας της σηκώθηκε, τη φίλησε στο μέτωπο κι έφυγε. Όταν έμεινε μόνη, δεν άντεξε και της μίλησε.
«Δεν έχω δει ωραιότερα τριαντάφυλλα στη ζωή μου! Πόσο θα ‘θελα να τα μυρίσω!»
Η Ηρώ χαμήλωσε το κεφάλι της.
«Συγνώμη δεν το ‘πα για να σε στενοχωρήσω. Μέρα αγάπης ,ανάστασης και χαράς σήμερα και χρόνια πολλά».
Σήκωσε το κεφάλι της ντροπαλά.
«Χρόνια Πολλά... Αν θέλεις, μπορώ να σου προσφέρω ένα μπουκέτο».
«Σ ' ευχαριστώ πολύ, αλλά αύριο φεύγω για Αθήνα».
Πόσο το ήθελε αυτό το μπουκέτο της, αλλά η μητέρα του; Τι θα της έλεγε της μητέρας του;
«Μπορείς να ‘ρθεις να τα μυρίσεις», άκουσε την τρελαμένη φωνή της Ηρώς.
Πέντε-πέντε κατέβηκε τα σκαλιά να βρεθεί κοντά της. Έσκυψε να μυρίσει τα τριαντάφυλλα και της φίλησε τρυφερά το χέρι. Πήρε μια βαθιά ανάσα από την ανασαιμιά της.
«Πω, πω, πω! Και νεκρό ανασταίνει η ευωδιά τους!»
Του προσφέρει στο χέρι ένα ολοκόκκινο τριαντάφυλλο της φωτιάς.
«Σ ' ευχαριστώ μέσα από τη καρδιά μου», της είπε μ’ ένα ζεστό χαμόγελο, κοιτάζοντάς την με λατρεία στα μάτια.
Έφυγε για την Αθήνα, μα την καρδιά του, την ψυχή του την άφησε εδώ στην Ηρώ. Αναρωτιόταν και βασανιζόταν με τη σκέψη, αν ένιωσε και η Ηρώ αγάπη γι’ αυτόν. "Ε, κοντά είναι το καλοκαίρι θα την ξανασυναντήσω, δεν μπορεί να μην ένιωσε κάτι".
Η Ηρώ που διάθεση για αγάπες και έρωτες... Έβλεπε τον πατέρα της καταβεβλημένο, αδύναμο κι ανησυχούσε. Τον ρωτούσε και δεν της έλεγε τίποτα.
«Είμαι καλά, παιδί μου. Θα περάσει, μια μικροαδιαθεσία είναι».
Μα κάθε μέρα έλιωνε. Τι κι αν σπάραζε στο κλάμα κρυφά και προσευχόταν˙ Τον βρήκε νεκρό το πρωί... Κι έμεινε δεύτερη φορά, τώρα στα δεκαεννιά της, ορφανή.
Ο Κωνσταντής πήρε το πτυχίο του και γύρισε χαρούμενος, με ελπίδες και προσδοκίες για τον έρωτα της ζωής του. Ήταν τώρα η μόνη του προτεραιότητα. Όταν την είδε μαυροφορεμένη, πάγωσε κι η καρδιά του ράγισε από πόνο.
Σουρούπωμα μετά τον περίπατο του μπήκε στην αυλή της και της χτύπησε τη πόρτα. Μόλις του άνοιξε την πόρτα, τα δάκρυα της έτρεχαν ποτάμι. Την αγκάλιασε.
«Έχασα και τον πατέρα μου», του ψιθύρισε «κι έχω απομείνει ολομόναχη, σαν καλάμια στον κάμπο».
Την έσφιξε πιο πολύ στην αγκαλιά του.
«Μην κλαις γλυκιά μου, εγώ είμαι εδώ για σένα... για πάντα».
Κάθε βράδυ πήγαινε σπίτι της. Της Ηρώς η μοναξιά έγινε μια γλυκιά, τρυφερή αγάπη στην τρυφερή αγκαλιά του Κωνσταντή που της γλύκανε τον πόνο της. Στην μικρή κοινωνία της επαρχίας δεν άργησαν μάτια να τους δουν και γλώσσες να μιλούν, ώσπου γρήγορα το έμαθε και η μητέρα του. Ποιος είδε θεριό ανήμερα και δεν το φοβήθηκε... Του όρμησε, λέαινα λυσσασμένη, η Ευτέρπη.
«Εσύ, ο γιός μου, το αρχοντόπουλό μου, να βάλεις φωτιά στη καρδιά μου;
Τι κούναγα στην κούνια; Τι μεγάλωνα; Τι σε σπούδασα γιατρό, μωρέ, τόσα χρόνια και δεν σε αναποδογύριζα; Ξέπεσες τόσο χαμηλά, πιο χαμηλά δεν έχει. Σου πήρε τα μυαλά μια αμόρφωτη. Χάθηκαν οι κοπέλες της σειράς μας; Τόσες γιατρέσσες σπούδαζαν μαζί σου, τυφλός ήσουνα; Τα μάτια σου τα ‘χες κλειστά; Σύνελθε... Δε θέλω να ξανακούσω κουβέντα˙ λέξη καμιά για δαύτη».
«Μητέρα, την αγαπάω, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την Ηρώ. Είναι ένας άγγελος, ένας ανεκτίμητος θησαυρός. Αν την γνωρίσεις, καλή μου μητέρα, είμαι σίγουρος θ’ αλλάξεις γνώμη».
«Δεν θέλω ν ' ακούσω τίποτα. Τι κακό με βρήκε, Θεέ μου... Τον ουρανό σου και εσύ ανοιχτό».
«Άκουσε, μητέρα, για τελευταία φορά σου το λέω και τελειώνουμε εδώ τη συζήτησή μας. Ποτέ και για κανένα λόγο δεν σου έχω χαλάσει ως τώρα χατήρι. Τώρα όμως, λυπάμαι που θα στο χαλάσω και θα γίνει το δικό μου, αυτό που θέλω εγώ στη ζωή μου και κανένα εμπόδιο δεν θα σταθεί μπροστά μου˙ ούτε και εσύ, η μητέρα μου, να το καταλάβεις! Τέλος! Γι’ αυτό, το συντομότερο θα παντρευτώ και δώσε μας την ευχή σου».
«Ποτέ δεν θα γίνει αυτό! Κάλλιο να σε νεκροφιλήσω, παρά γαμπρό στην εκκλησία να σε δω με αυτή».
«Μητέρα, τι μου λες; Καταλαβαίνεις, μητέρα, τι μου λες; Δεν αγαπάς τον Κωνσταντή σου; Δεν θέλεις να τον δεις ευτυχισμένο;»
«Δεν έχω πια γιο. Δεν έχω Κωνσταντή».
«Δηλαδή, μητέρα, προτιμάς να με νεκροφιλήσεις; Εμένα, το παιδί σου; Τον αγαπημένο Κωνσταντή σου;»
«Ναι, το προτιμώ», του απάντησε φεύγοντας και κλείνοντας δυνατά την πόρτα πίσω της.
Το μυαλό του Κωνσταντή σάλεψε... Ξεκρέμασε το δίκαννο ντουφέκι από τον τοίχο και το άδειασε στο κεφάλι του, πέφτοντας αιμόφυρτος στο πάτωμα, νεκρός. Ο εκκωφαντικός κρότος του ντουφεκιού γύρισε μεμιάς πίσω τη μητέρα του. Αντικρύζοντας τη φρίκη, τον γιο της σε μια λίμνη αίματος νεκρό,. ζούσε στιγμές αλλοφροσύνης. Τραβούσε τα μαλλιά της, ξέσκιζε τα ρούχα της, ουρλιάζοντας σαν πληγωμένο λιοντάρι πάνω στο ξεψυχισμένο σώμα του, με το αίμα του ν ' αχνίζει ζεστό στα γυμνά της στήθη.
Χαροκαμένη, ρημαγμένη, έχασε εκεί τη φωνή της για πάντα, χωρίς τα λογικά της, κλεισμένη σε ψυχιατρείο ως το τέλος της ζωής της.
Η ιστορία αυτή είναι αληθινή
Comments