Η ιστορία που θα διαβάσετε είναι αληθινή όπως και τα ονόματα των πρωταγωνιστών της. Μια ιστορία ιδιαίτερα ευαίσθητη για εμάς, τους κατοίκους δυσπρόσιτων περιοχών. Η ζωή και ο θάνατος μια ανάσα δρόμος για εμάς.
Ήρωας της ιστορίας μας ένας πιλότος στις επείγουσες εναέριες διακομιδές, ο οποίος τώρα βρίσκεται με την οικογένειά του σε άλλη χώρα και που με χαρά μού έδωσε την άδεια να κοινοποιήσω την ιστορία του. Πρόκειται για αφήγηση του τότε κυβερνήτη της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας, κ. Γιώργου Θεοδοσίου, που συγκλονίζει.
Καλά Χριστούγεννα στους ήρωες φύλακες-αγγέλους μας και στις οικογένειές τους.
*****
Επικρατούσε ασυνήθιστα άγριος καιρός για την Ελλάδα το απόγευμα της **ης Δεκεμβρίου 1997. Ένα δυνατό ψυχρό μέτωπο κακοκαιρίας σάρωνε τη χώρα εδώ και δύο ημέρες, προκαλώντας πολύ έντονα καιρικά φαινόμενα, ισχυρές χιονοπτώσεις στα ορεινά, καταρρακτώδεις βροχές και καταιγίδες στα πεδινά, θυελλώδεις ανέμους στα πελάγη και όλες εκείνες τις άλλες εκδηλώσεις της δύναμης της φύσεως που περιγράφονται σε επίπεδο τρομοκρατίας από τις υστερικές κραυγές των παρουσιαστών των δελτίων ειδήσεων στην τηλεόραση και την δραματοποίηση που συνήθως σκηνοθετούν χάριν τηλεθεάσεως.
Ορεινά χωριά είχαν αποκλειστεί από τα χιόνια, πεδινοί οικισμοί είχαν πλημμυρίσει, απόπλοι είχαν απαγορευτεί από τα λιμάνια «λόγω των θυελλωδών ανέμων», κατά την ξύλινη φρασεολογία των ανακοινωθέντων των λιμεναρχείων, πτήσεις της Ολυμπιακής είχαν ακυρωθεί και, πάνω από όλα, οι πολιτικοί φρόντιζαν για την προβολή τους, προσπαθώντας να εντυπωσιάσουν τους ιθαγενείς με τηλεοπτικές βαρύγδουπες ανακοινώσεις για τον συντονισμό των υπηρεσιών που επιχειρούσαν, χωρίς, βεβαίως, να γνωρίζουν τίποτε για το αντικείμενό τους, με αποτέλεσμα το γνωστό Ελληνικό «μπάχαλο».
Το βράδυ της ημέρας αυτής ήμουν σε υπηρεσία ετοιμότητας για πιθανές αεροδιακομιδές ασθενών του ΕΚΑΒ με τα Dornier 228, της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας. Η βάρδιά μου ξεκινούσε στις 22:00 και θα διαρκούσε 8 ώρες, μέχρι τις 06:00 το πρωί. Με δεδομένη την ακραία κακοκαιρία, πίστευα πως θα περνούσα μία ήσυχη νύχτα στην θαλπωρή του σπιτιού και της κρεβατοκάμαράς μου. Λογάριαζα, όμως, χωρίς τον ξενοδόχο.
Στις 21:15’ το τηλέφωνο χτύπησε και ήταν ο Νίκος, από το Κέντρο Επιχειρήσεων της Αεροπλοΐας. Με ενημέρωσε ότι επίκειται αεροδιακομιδή ασθενούς από τη Ζάκυνθο και θα με καλούσε ξανά σε λίγα λεπτά, με λεπτομέρειες για την πτήση. Δεν πρόλαβα καλά-καλά να κλείσω το τηλέφωνο, και δέχτηκα νέα κλήση. Ήταν ο νεαρός συγκυβερνήτης που είχε βάρδια για το ΕΚΑΒ εκείνη τη νύχτα μαζί μου και είχε μόλις ενημερωθεί για την επικείμενη πτήση. Με ρώτησε αν είχα ενημερωθεί και εγώ και του το επιβεβαίωσα. Μπήκε κατευθείαν στο ψητό, λέγοντάς μου επί λέξει:
– Δεν φαντάζομαι να σκέφτεσαι να πετάξουμε με αυτόν τον καιρό;
Του απάντησα πως, πριν αποφασίσουμε, θα έπρεπε να εξετάσουμε τις λεπτομέρειες της αποστολής, τόσο τις πτητικές όσο και τις επιχειρησιακές. Ειδικά για το δεύτερο, του είπα χαρακτηριστικά:
–Αν πρόκειται για καμιά βαρυστομαχιασμένη γιαγιά που θέλει ο αγροτικός γιατρός να ξαποστείλει νυχτιάτικα στην Αθήνα για να ξεφορτωθεί τις ευθύνες του, και βέβαια δεν θα επιχειρήσουμε. Αν όμως είναι κάποιο σοβαρό περιστατικό και αφορά νέο άνθρωπο ή παιδί, θα δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας στην προσπάθεια.
Συμφώνησε μαζί μου, λίγο διστακτικά είναι η αλήθεια. Ήταν νέος, της σειράς του 1996, με μόλις ένα χρόνο εμπειρία και αυτήν στη συνήθη καλοκαιρία της Ελλάδας, με ελάχιστη έκθεση στα καπρίτσια του Ελληνικού χειμερινού καιρού.
Στο επόμενο δεκάλεπτο ήρθε και η τηλεφωνική ενημέρωση με όλες τις επιχειρησιακές λεπτομέρειες. Επρόκειτο για πολύ σοβαρό περιστατικό, που είχε αρχίσει να εξελίσσεται από το μεσημέρι. Αφορούσε ένα κοριτσάκι, βρέφος ενός έτους. Ξεκίνησε κατά την διάρκεια του μεσημεριανού γεύματος, όταν το παιδάκι σχεδόν πνίγηκε με ένα κομματάκι κρέας που κατέληξε στον φάρυγγά του ενώ το τάιζε η μητέρα του. Στην προσπάθεια των γονέων να το συνεφέρουν, το κομματάκι κρέατος εισπνεύστηκε και κατέληξε στον πνεύμονα του παιδιού αντί να αποβληθεί με βήχα. Μέσα στις λίγες ώρες που πέρασαν μέχρι το βράδυ, το παιδί εμφάνισε ραγδαία επιδεινούμενη αναπνευστική δυσχέρεια και το μετέφεραν στο νοσοκομείο Ζακύνθου. Οι γιατροί όμως έλειπαν εκτός νησιού σε ταυτόχρονες άδειες (αθάνατο ελληνικό κράτος) και ο μόνος παρευρισκόμενος ήταν ο άπειρος νέος αγροτικός γιατρός, που διέγνωσε πνευμονικό οίδημα και κάλεσε το ΕΚΑΒ για αεροδιακομιδή του βρέφους στην Αθήνα.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, δήλωσα στο Κέντρο Επιχειρήσεων που με ενημέρωσε για το περιστατικό ότι η πτήση θα προχωρήσει και να ειδοποιήσουν αμέσως τον συγκυβερνήτη και την ιατρική ομάδα που θα ερχόταν μαζί μας. Ετοιμάστηκα γρήγορα και ξεκίνησα για το αεροδρόμιο. Στη διαδρομή σκεφτόμουν τις δυσκολίες που θα είχα να αντιμετωπίσω. Μη διαθέτοντας συμπίεση καμπίνας, το Dornier δεν μπορούσε να ανέβει ψηλά. Η πτήση στα 10.000 πόδια, χαμηλά επάνω από τον Χελμό, τον Ερύμανθο και το Παναχαϊκό όρος, μέσα στη χιονοθύελλα που μαινόταν, δεν ήταν ότι καλύτερο. Ήξερα πως θα αντιμετωπίζαμε ισχυρούς ανέμους με ανοδικά και καθοδικά ρεύματα, κύματα όρους, έντονες αναταράξεις και παγοποίηση σε όλη την διαδρομή. Αλλά και ο προορισμός μας, η Ζάκυνθος, ανέφερε καταρρακτώδη βροχή, θυελλώδεις ριπαίους ανέμους και βάση νεφών σε ύψος οριακά χαμηλό για την προσέγγιση.
Συνάντησα τον συγκυβερνήτη στην Επιμελητεία Πτήσεων. Συζητήσαμε εν τάχει τα πτητικά και επιχειρησιακά στοιχεία και κατεβήκαμε στο αεροπλάνο. Με πολλή ανακούφιση αισθανόμουν ότι ο αρχικός του δισταγμός για την πτήση με τέτοια κακοκαιρία είχε εκλείψει και η όλη του συμπεριφορά έδειχνε ότι είχε ενστερνιστεί το πνεύμα της «αποστολής», όπου έπρεπε να κάνουμε ότι περνούσε από το χέρι μας, να παλέψουμε με όλες μας τις δυνάμεις για να την φέρουμε εις πέρας. Καθώς προετοιμάζαμε το πιλοτήριο, έφτασε και η ιατρική ομάδα. Νέα κοπέλα, με πολύ ενθουσιασμό και αφοσίωση στην δουλειά της η γιατρός, με καταγωγή από την Ρουμανία, και εξαιρετικός επαγγελματίας ο νοσηλευτής. Είχα πετάξει και άλλες αποστολές και με τους δύο. Φορτώσαμε τον εξοπλισμό τους και κουβεντιάσαμε πολύ σύντομα. Ήταν σαφές ότι κάθε λεπτό μετρούσε.
Σε λίγα λεπτά κλείσαμε τις πόρτες του αεροπλάνου. Εκκινήσαμε τους κινητήρες και, ώρα 23:20’ το βράδυ, το Dornier 228 με νηολόγιο ******, έκτακτη πτήση ******* της Ολυμπιακής με προορισμό την Ζάκυνθο τροχοδρόμησε προς έναν διάδρομο του αεροδρομίου του Ελληνικού για απογείωση. Όπως ακριβώς περιμέναμε, η πτήση ήταν δύσκολη και περιπετειώδης. Ειδικότερα επάνω από τα βουνά της Πελοποννήσου, οι αναταράξεις ήταν ισχυρότατες με συνεχείς εκτροπές ύψους από τα ισχυρά κατακόρυφα ρεύματα. Επικρατούσε πυκνή χιονόπτωση στο ύψος μας σε όλη την διαδρομή, με ισχυρή παγοποίηση μέσα στα νέφη. Παρόλο ότι τα αντιπαγωτικά του αεροσκάφους δουλεύανε εντατικά, ήταν τόσο ισχυρή η παγοποίηση, που τα πτερύγια των ελίκων φόρτωναν πάγο που κατά διαστήματα ξεκολλούσε και εκτινασσόταν κτυπώντας την άτρακτο με δυνατό θόρυβο. Για ικανό τμήμα της διαδρομής πετούσαμε στα τυφλά με ναυτιλία εξ αναμετρήσεως, έχοντας χάσει το σήμα από τους ραδιοφάρους της Κορίνθου και του Αράξου, που καθόριζαν τον αεροδιάδρομο που ακολουθούσαμε.
Περάσαμε τα βουνά και, μετά τον Άραξο αρχίσαμε την κάθοδο σε πορεία προς την Ζάκυνθο. Ο Πύργος Ελέγχου του αεροδρομίου του νησιού μάς ανέφερε πολύ έντονη βροχόπτωση με ισχυρούς βορείους ανέμους και αρκετά χαμηλή θερμοκρασία. Εκτελέσαμε την διαδικασία της ενόργανης προσέγγισης VOR Runway 34 και ευθυγραμμιστήκαμε για την τελική προσέγγιση. Ήμασταν σε απόσταση μόλις 3 μιλίων από το αεροδρόμιο, ευθυγραμμισμένοι για την προσγείωση, όταν ακούστηκε ξαφνικά στον ασύρματο θλιμμένη η φωνή του ελεγκτή του Πύργου Ελέγχου:
− Ολυμπιακή ****, δεν χρειάζεται να προσγειωθείτε, γυρίστε στην Αθήνα. Το παιδάκι μόλις ξεψύχησε στο ασθενοφόρο…
Ένιωσα να με διαπερνά μια μαχαιριά. Για ελάχιστα λεπτά της ώρας δεν είχαμε προλάβει, είχαμε χάσει τη μάχη για την ζωή ενός παιδιού, τη μάχη για να σώσουμε μία οικογένεια από μία καταστροφή ανεπανόρθωτη και μία δυστυχία ζωής, τη μάχη για να γλυτώσουμε μία μάνα από τον χειρότερο πόνο που μπορεί να νιώσει άνθρωπος…
Είχα πει πάμπολλες φορές στον εαυτό μου ότι για να κάνω σωστά και ανεπηρέαστα τη δουλειά μου έπρεπε να αποστασιοποιούμαι τελείως από το δράμα των ασθενών που μετέφερα και να μην ταυτίζομαι με την αγωνία και την θλίψη των οικείων τους. Με τους μεγαλύτερους σε ηλικία ασθενείς κάπως το κατάφερνα αυτό. Είχα αρκετούς θανάτους μέσα στο αεροπλάνο όπου, με την στοιχειώδη υποδομή και φορητό εξοπλισμό που μετέφεραν μαζί τους οι γιατροί, έδιναν ηρωικές, τιτάνιες μάχες να κρατήσουν βαριά ασθενείς ή τραυματίες στην ζωή κατά την διάρκεια της πτήσης και ενίοτε τις έχαναν. Όταν όμως μετέφερα βρέφη ή παιδιά, το αίσθημα της αγωνίας και του πόνου των δικών τους που τα συνόδευαν με διακατείχε ολότελα.
Μέχρι αυτή την πτήση, με τη βοήθεια του Θεού, δεν είχα χάσει κανένα παιδί, από νεογέννητα πρόωρα, που μεταφέραμε τρυπώντας το σκοτάδι της νύκτας με τα μάτια μας στα 500 πόδια για να μπορούν να οξυγονώνονται αφού το αεροπλάνο δεν είχε συμπίεση (αθάνατο ελληνικό κράτος, και πάλι), μέχρι πολυτραυματισμένα παιδάκια από δυστυχήματα, με βαρύτατες κακώσεις. Έπιανα τον εαυτό μου να πετάει και να προσεύχεται σιωπηλά, να συνδράμει ο Θεός τους γιατρούς που αγωνίζονταν να σώσουν τα πλάσματα των Αγγέλων λίγα μέτρα πίσω μου μέσα στην άτρακτο.
Με έναν κόμπο να ανεβαίνει στον λαιμό μου και μία μέγγενη απελπισίας να σφίγγει αφόρητα τη σκέψη μου, κάτι με κράτησε και δίστασα να σπρώξω μπροστά τις μανέτες, να αρχίσω να ανεβαίνω πάλι και να βάλω την πορεία της επιστροφής. Λίγα δευτερόλεπτα κράτησε ο δισταγμός, αλλά ήταν αρκετά για να ανάψει και πάλι το φως της ελπίδας! Σαν σε όνειρο, ένιωσα ένα χέρι να ακουμπά στον δεξιό ώμο μου και, μέσα στο σκοτάδι, άκουσα την φωνή της γιατρού να μου λέει εμφατικά:
− Γιώργο, προσγειώσου όσο πιο γρήγορα μπορείς και πες τους να έρθει το ασθενοφόρο αμέσως στο αεροπλάνο. Θα επιχειρήσω ανάνηψη…
Ναι, λοιπόν, υπήρχε ελπίδα ακόμα! Θεέ μου, σκεφτόμουν, δώσε την ευκαιρία στο παιδάκι και τους γονείς του!
Σε λιγότερο από δύο λεπτά, οι ρόδες μας αγγίξανε το διάδρομο, όχι στην αρχή του, αλλά κοντά στην έξοδο προς την πίστα σταθμεύσεως, όπως το σχεδίασα για να κερδίσουμε και το τελευταίο δευτερόλεπτο. Έπεσα στα φρένα στρίβοντας δεξιά από τον συνδετήριο και, 20 δευτερόλεπτα μετά την προσγείωση, ασφάλιζα το χειρόφρενο και έσβηνα κινητήρες, στις 00:20’ ακριβώς. Την ίδια στιγμή, σε απόλυτο συντονισμό, το ασθενοφόρο διέγραψε έναν κύκλο και πήρε θέση κάτω από το αριστερό μας φτερό για να προστατεύεται από τη βροχή που έπεφτε καταρρακτωδώς.
Αυτό που επακολούθησε δεν θα το ξεχάσω σε όλη μου τη ζωή. Η γιατρός και ο νοσηλευτής άνοιξαν την πόρτα του αεροπλάνου και πετάχτηκαν έξω πριν ακόμα σταματήσουν να γυρίζουν οι έλικες, με τον εξοπλισμό τους στα χέρια. Ταυτόχρονα, το πλήρωμα του ασθενοφόρου άνοιξε την πόρτα του οχήματος και έβγαλε κάτω από το φτερό του αεροπλάνου το φορείο με ένα γυμνό, άψυχο κορμάκι επάνω του. Σε δευτερόλεπτα, η γιατρός με τον νοσηλευτή το διασωλήνωσαν και ξεκίνησαν με το πλήρωμα του ασθενοφόρου μία απέλπιδα μάχη να το ξαναφέρουν στην ζωή, εκεί, μέσα στη νύχτα, στην παγωνιά, στο ξεροβόρι και στη βροχή που οι ριπές του ανέμου σκόρπιζαν κάτω από το φτερό και τους μούσκευαν. Ένα αυτοκίνητο του αεροδρομίου, που είχε πλησιάσει, τους έλουζε με τους προβολείς του για να μπορούν να βλέπουν.
Βγήκα έξω με το πουκάμισο. Δεν ένιωθα κρύο, δεν ένιωθα τίποτε, έβλεπα μόνο την απόκοσμη σκηνή και γινόμουν μέρος της. Πλησίασα το φορείο και παρατηρούσα την προσπάθεια της ιατρικής ομάδας να πετύχει το θαύμα. Για λίγο, τίποτε. Η γιατρός τρυπούσε με μία σύριγγα το στήθος και ο νοσηλευτής, πιέζοντας μία μαύρη πλαστική κύστη με τα χέρια, αντλούσε και προωθούσε με ισχυρές συσφίξεις αέρα και οξυγόνο στον σωλήνα που είχε τοποθετηθεί και κατέληγε μέσα στα πνευμονάκια του παιδιού. Αγωνία, πόνος, απελπισία…
Και ξαφνικά, το θαύμα: το πυγμαίο στηθάκι τινάχτηκε σε έναν και μοναδικό σπασμό, μία πρώτη ανάσα, ένα σημάδι ότι ο αγώνας δεν χάθηκε! Την αντάρα του ανέμου σκέπασε ένας δυνατός, γοερός λυγμός, ένα ξέσπασμα ελπίδας από την μητέρα του μωρού, που, μέχρι εκείνη τη στιγμή της ανάστασης, πνιγμένη σε ένα σιγανό, απελπισμένο κλάμα, με τις παλάμες της σφικτά πλεγμένες μπροστά της σε στάση παρακλητικής προσευχής, παρακολουθούσε πίσω από την γιατρό, κρατημένη στην αγκαλιά του άντρα της που είχε το κεφάλι γυρισμένο και τα κατακόκκινα, πρησμένα μάτια του καρφωμένα επάνω στο κορμάκι του παιδιού του.
Ένιωσα την ορμή της ομάδας να ανεβαίνει στα κόκκινα, την προσπάθεια να εντείνεται. Γινόμουν μάρτυρας της προσπάθειας του παιδιού να ανταποκριθεί στους σωτήρες του και να κρατηθεί στη ζωή. Μετά τον πρώτο σπασμό, πέρασαν περίπου 40 δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν αιώνας προσμονής. Και ακολούθησε ένας δεύτερος, το γυμνό στηθάκι αναπήδησε και πάλι. Νέα παύση, νέες απεγνωσμένες προσπάθειες. Και να, μία τρίτη ανάσα! Η ζωή ξαναγύριζε, με αργά βήματα. Τότε πρόσεξα πως οι γονείς είχαν πια πέσει επάνω στην γιατρό. Εκείνη, ξαφνικά, ήρθε προς το μέρος μου.
− Γιώργο, σε παρακαλώ βοήθησέ με, πάρε τους από εδώ, τους καταλαβαίνω, αλλά δεν μπορώ να κάνω την δουλειά μου…
Εκείνοι γύρισαν και μας κοίταξαν. Είχαν καταλάβει, και κινήθηκαν προς το μέρος μου, ενώ η γιατρός γύρισε προς το φορείο και διασταυρώθηκε μαζί τους κοιτώντας τους με μία αδιόρατη έκφραση ελπίδας. Άνοιξα τα χέρια μου αυθόρμητα και τους αγκάλιασα και τους δύο. Ακούμπησαν επάνω μου και ξέσπασαν, τρανταζόντουσαν από λυγμούς. Ήταν ένα πολύ νέο, συμπαθέστατο ζευγάρι, σχεδόν παιδιά και οι ίδιοι.
− Ελάτε μαζί μου, παιδιά, πάμε μέσα στο αεροπλάνο, θα γίνετε μούσκεμα εδώ…
Δεν ήξερα τι έλεγα, ήμασταν ήδη μουσκεμένοι μέχρι και τα εσώρουχά μας. Τους παρέσυρα προς το αεροπλάνο.
− Ελάτε μέσα να γονατίσουμε και οι τρεις, να πούμε μία προσευχή, να Τον παρακαλέσουμε να βοηθήσει το παιδί, να μην το πάρει κοντά Του, να σας το δώσει πάλι…
Μείναμε έτσι, γονατισμένοι στο σκοτάδι, στον στενό διάδρομο του Dornier ανάμεσα στο φορείο και τα καθίσματα για λίγα λεπτά, σε μία σιωπηλή προσευχή. Από το πλαϊνό παράθυρο έβλεπα ένα μικρό μέρος από το γυμνό στήθος του παιδιού φωτισμένο από τους προβολείς του αυτοκινήτου. Ναι, οι σπασμοί, οι ανάσες του, είχαν πυκνώσει. Δεν ήταν κανονική αναπνοή, μεσολαβούσαν παύσεις απόλυτης ακινησίας, αλλά αναμφίβολα είχαν πυκνώσει.
Ένιωθα πραγματική ελπίδα και μία δειλή χαρά. Τους σήκωσα και τους έβαλα να καθίσουν σε δύο καθίσματα. Με κοίταζαν και καταλάβαιναν ότι κάτι καλό εξελισσόταν.
− Καθίστε εδώ και περιμένετε, καλύτερα φαίνονται τα πράγματα, αλλά πρέπει να αφήσουμε τη γιατρό να κάνει τη δουλειά της, εντάξει παιδιά; Θα πάω εγώ έξω να βλέπω τι γίνεται, και θα σας ενημερώνω, αλλά προβλέπω ότι σε λίγο θα φύγουμε όλοι μαζί για το νοσοκομείο στην Αθήνα! Μου υπόσχεστε ότι θα μείνετε εδώ; Το παιδί έχει τη γιατρό και τον Άγγελό του από επάνω του. Εσείς να δέσετε και τις ζώνες σας για να είμαστε έτοιμοι να φύγουμε!
Μου έσφιγγαν και οι δύο τα χέρια, με κρατούσαν στους βραχίονες.
− Ναι, Καπετάνιε, στο υποσχόμαστε, θα καθίσουμε εδώ. Πήγαινε εσύ κοντά της…
Μου ελευθέρωσαν τα χέρια και βγήκα πάλι έξω, κοντά στο φορείο. Μαγεμένος, με μία απίστευτη ανακούφιση να με κυριεύει σιγά-σιγά, παρατηρούσα την επιστροφή της ζωής που εκτυλισσόταν στα μάτια μου. Τα χρονικά διαστήματα της ακινησίας ανάμεσα στους σπασμούς του στήθους γίνονταν όλο και πιο σύντομα, μέχρι που εξαφανίστηκαν. Οι ανάσες ενώθηκαν, τελικά, σε μία συνεχή, ανθρώπινη πλέον αναπνοή. Η γιατρός όρθωσε, επιτέλους, το σκυμμένο πάνω από το φορείο σώμα της και γύρισε το βλέμμα, αναζητώντας με. Την πλησίασα.
− Το σταθεροποίησα το παιδί, μπορούμε να φύγουμε αμέσως για την Αθήνα;
− Μόλις μπείτε μέσα, εμείς ξεκινάμε, είμαστε έτοιμοι…
Σε ελάχιστα λεπτά το παιδάκι μεταφέρθηκε και ασφαλίστηκε στο φορείο του αεροπλάνου, με τη γιατρό και τους γονείς του καθισμένους δίπλα του. Κλείσαμε πόρτες, εκκινήσαμε τους κινητήρες και στις 01:20’ ακριβώς η έκτακτη πτήση ******* της Ολυμπιακής ξεκίνησε την τροχοδρόμηση για την απογείωση προς την Αθήνα.
Ο καιρός ήταν ακόμα πιο βίαιος στην επιστροφή, και εμείς μουσκεμένοι μέχρι το κόκκαλο. Όμως, δεν νιώσαμε τίποτε από αυτά. Ήταν τόση η ανακούφιση και η χαρά μας, που το ταξίδι ούτε που το καταλάβαμε. Προσγειωθήκαμε στην Αθήνα και, στις 02:16’ το πρωί, έδεσα το χειρόφρενο στην πίστα της Αεροπλοΐας στο Ελληνικό και έσβησα τους κινητήρες. Η Κινητή Μονάδα του ΕΚΑΒ μας περίμενε εκεί και, με το παιδάκι και τους γονείς του, έφυγε για το Νοσοκομείο Παίδων. Η αποστολή μας, που άρχισε το βράδυ της 13ης Δεκεμβρίου 1997, τελείωσε τα ξημερώματα της 14ης Δεκεμβρίου 1997.
Αποχαιρέτισα τη γιατρό και τον νοσηλευτή. Σφίξαμε σιωπηλοί τα χέρια μας, ξέροντας ότι όλοι κάναμε ό,τι μπορούσαμε καλύτερο. Από την πλευρά μας είχαμε πετύχει στην αποστολή μας, φέραμε το παιδάκι ζωντανό μέχρι την Αθήνα και το νοσοκομείο. Με έτρωγε, όμως, κάτι ακόμα μέσα μου. Ρώτησα τη γιατρό:
− Πως τα βλέπεις τα πράγματα, θα γίνει καλά το παιδάκι;
− Δεν ξέρω, Γιώργο. Ήταν νεκρό για 6-7 λεπτά και, με τόσο χρόνο χωρίς οξυγόνωση, ο εγκέφαλος μπορεί να έχει πάθει σοβαρή βλάβη, είμαστε ακριβώς στα όρια, από αυτή την άποψη. Δεν μπόρεσα να σχηματίσω γνώμη γιατί το παιδί δεν ανέκτησε τις αισθήσεις του μέχρι τώρα. Θα το αναλάβουν οι νευρολόγοι στο νοσοκομείο, πλέον.
Πέρασαν δέκα ημέρες από τότε, με πολλές άλλες πτήσεις. Έφτασε το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Βγήκα για κάποιες τελευταίες αγορές δώρων και βρέθηκα στην περιοχή των Αμπελοκήπων. Καθώς οδηγούσα στη λεωφόρο Κηφισίας, το μάτι μου έπεσε σε μία πινακίδα που έγραφε «Προς Νοσοκομείο Παίδων».
Το μυαλό μου, ξαφνικά, κατακλύστηκε από την ανάμνηση της πτήσης αυτής και του βρέφους από την Ζάκυνθο. Τι να έγινε άραγε, συνήλθε, είναι εντελώς καλά; Του είχε μείνει, μήπως, εγκεφαλική βλάβη;
Σπρωγμένος από μία παρόρμηση, έστριψα το αυτοκίνητο προς την κατεύθυνση που υπεδείκνυε η πινακίδα. Λίγα λεπτά αργότερα, στάθμευσα έξω από το νοσοκομείο και στάθηκα στο γραφείο πληροφοριών. Δεν θυμόμουν το όνομα του παιδιού και βρέθηκα να ρωτάω αόριστα, ζητώντας πληροφορίες «για ένα βρέφος που είχε μεταφερθεί με αεροδιακομιδή του ΕΚΑΒ από την Ζάκυνθο πριν δέκα ημέρες…»
Κανείς, όμως, δεν γνώριζε κάτι, και ήταν απολύτως λογικό. Δεν είχαν στοιχεία για το ποιος μετέφερε το κάθε άρρωστο παιδί στο νοσοκομείο, μου ζητούσαν το όνομα του παιδιού. Τους είπα να κοιτάξουν τις εισαγωγές τα ξημερώματα τις 14ης Δεκεμβρίου, αλλά απάντησαν ότι το νοσοκομείο είχε εφημερία εκείνη την ημέρα και υπήρχε πλήθος εισαγωγών. Ετοιμαζόμουν να υπολογίσω περίπου την ώρα της εισαγωγής, όταν μία νοσοκόμα, που είχε έρθει κατά τύχη στο γραφείο πληροφοριών για μία διεκπεραίωση, άκουσε την συζήτησή μου με τους υπαλλήλους και με πλησίασε.
− Ψάχνετε μήπως το κοριτσάκι από την Ζάκυνθο που ήρθε πριν 10 ημέρες με πνευμονικό οίδημα;
− Ναι, αυτό ψάχνω και δεν μπορούμε να το εντοπίσουμε. Ξέρετε εσείς που βρίσκεται;
− Ναι, ξέρω, αλλά εσείς ποιος είστε; Είστε συγγενής;
− Όχι, είμαι ο πιλότος της Ολυμπιακής που το έφερε και, να, θα ήθελα να ξέρω τι απέγινε!
Πρέπει να κατάλαβε την ανησυχία μου από έναν δισταγμό στη φωνή μου που δεν μπόρεσα να κρύψω. Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της και με γέμισε αισιοδοξία.
− Σήμερα το πρωί βγήκε από την εντατική και είναι σε δωμάτιο.
Δεν μου φάνηκε πολύ σαφής η απάντηση.
− Πέστε μου την αλήθεια, είναι καλά, έγινε απόλυτα καλά;
Το χαμόγελο έγινε ακόμα πιο έντονο.
− Α, δεν μπορώ να σας πω εγώ… Ελάτε, ακολουθήστε με, να δείτε ο ίδιος…
Την ακολούθησα. Ανεβήκαμε στον 6ο όροφο, διασχίσαμε έναν μακρύ διάδρομο και σταθήκαμε έξω από ένα μικρό δωμάτιο με κλειστή πόρτα. Τη χτύπησε με το χέρι της, διακριτικά, τρεις φορές. Ακούστηκε ένας μικρός θόρυβος από μέσα, κάποιος σηκώθηκε από μία καρέκλα και άνοιξε την πόρτα.
Έμεινα άναυδος. Έβλεπα μπροστά μου ένα κρεβατάκι μωρού, με κάγκελα. Μέσα, όρθιο, κρατημένο με τα χεράκια του από τα κάγκελα, ήταν ένα ζωηρό, χαμογελαστό, υπέροχο κοριτσάκι που με κοίταζε με απορία αλλά και παιχνιδιάρικη διάθεση. Συνειδητοποίησα ότι έβλεπα για πρώτη φορά το πρόσωπό της. Ήταν γλυκύτατη. Πανέξυπνα, μεγάλα, σκούρα μάτια και καστανές μπουκλίτσες, ένα πανέμορφο, Ελληνικό αγγελούδι. Φαινόταν απόλυτα καλά! Την επόμενη στιγμή, με είχε αγκαλιάσει η μητέρα της. Με έπνιξε η συγκίνηση. Το μόνο που έχω συγκρατήσει είναι η φωνή της, που, αφού με φίλησε σταυρωτά, γύρισε κρατώντας με αγκαλιασμένο προς το κοριτσάκι και είπε:
− Αυτός είναι ο αεροπόρος που σε έσωσε…
Ξαναγύρισε προς το μέρος μου. Έκλαιγε. Κατάλαβε, διαισθάνθηκε το τελευταίο μικρό υπόλοιπο της ανησυχίας που δεν ήθελα να εξωτερικεύσω. Σκούπισε τα δάκρυά της και μου χαμογέλασε:
− Μην ανησυχείτε πια, είναι απόλυτα καλά, δεν της έμεινε τίποτε, οι νευρολόγοι την βρήκαν πλήρως υγιή!
Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη, ακόμα. Σήκωσα μόνο το χέρι και της έδειξα ψηλά, προς τον ουρανό. Μου ένευσε καταφατικά, χαμήλωσε το κεφάλι και έκλαψε και πάλι. Κατάφερα να μιλήσω.
− Σας πειράζει να την πάρω λίγο στην αγκαλιά μου;
− Το ρωτάτε; Δεν την βλέπετε πως σας περιμένει;
Σήκωσα τη μικρή και την κράτησα στα χέρια μου. Με αγκάλιασε με τα χεράκια της και έγειρε το κεφαλάκι της στον ώμο μου, αφέθηκε επάνω μου σε μία ένδειξη απόλυτης εμπιστοσύνης, σαν να με ήξερε, σαν να ήμουν δικός της άνθρωπος. Κοίταξα τη μητέρα της. Το πρόσωπό της είχε φωτιστεί με ένα υπέροχα ήρεμο χαμόγελο. Και πάλι κατάλαβε την αμηχανία μου. Μίλησε με σιγανή φωνή. Είπε απλά:
− Σας ξέρει. Της μιλάει για εσάς ο Άγγελός της…
Και τότε, ένιωσα πως κρατούσα στην αγκαλιά μου το ωραιότερο δώρο Χριστουγέννων που μου έκανε Κάποιος στη ζωή μου.
Καλά, ευλογημένα και ειρηνικά Χριστούγεννα σε όλους και μια προσευχή για όσους φύλακες-αγγέλους έχουν φύγει στο καθήκον…
Comments