Το καλύτερο ψέμα
- ΕΡΩΔΙΤΗ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
- Mar 31
- 10 min read

Ήταν είκοσι τρεις Μαρτίου όταν η ΜαίρηΜπεθ Μακάλιστερ πρόσεξε έναν κόκκινο φάκελο να γλιστρά κάτω από την πόρτα της. Άνοιξε αμέσως για να δει τον αποστολέα, μα όποιος κι αν ήταν είχε εξαφανιστεί. Με τα λεπτοκαμωμένα δάχτυλά της, έβγαλε από μέσα μια πολύ ιδιαίτερη πρόσκληση. Αφορούσε έναν διαγωνισμό που θα γινόταν σχεδόν σε μια βδομάδα, το βράδυ της Πρωταπριλιάς. Έναν διαγωνισμό για... το καλύτερο ψέμα. Όποιος σκαρφιζόταν το πιο πετυχημένο ψέμα, θα κέρδιζε. Τι; Γύρισε από πίσω, μα δεν έγραφε κάτι.
Προβληματισμένη, κοίταξε από το παράθυρο για να διαπιστώσει πως ο γερο-Λουίτζι Κάρλσον, που έμενε δυο σπίτια πατακάτω, μάζευε συνοφρυωμένος έναν ολόδιο κόκκινο φάκελο. Η γυναίκα ανασήκωσε τα φρύδια. Αν έπαιρναν κι άλλοι μέρος, τότε θα συμμετείχε κι εκείνη. Και σίγουρα θα κέρδιζε.
Σύντομα δεν άργησε να μαθευτεί ποιος ήταν ο εμπνευστής αυτής της ιδιαίτερης εκδήλωσης. Τον είδε η νεαρή Φλώρα Γουέλς, τη στιγμή που προσποιούταν πως καθάριζε τα παράθυρα του σπιτιού της, μα στην πραγματικότητα παρατηρούσε σαν άγρυπνος φρουρός όσα συνέβαιναν στη γειτονιά. Φυσικά, δεν άργησε να λάβει κι εκείνη τη ίδια πρόσκληση.
Ο αποστολέας λοιπόν, ήταν ο καινούριος ένοικος του χωριού Fort Augustus, της Σκωτίας, που εγκαταστάθηκε πρόσφατα στο σπίτι της Έλσπεθ Κάλντεργουντ. Ήταν ο εγγονός της που ήρθε για λίγο διάστημα για να τακτοποιήσει τα υπάρχοντα της εκλιπούσας γιαγιάς του. Οι φορές που τον είδαν να βγαίνει από το σπίτι ήταν μετρημένες, μα αρκούσαν για να τυπωθεί στο μυαλό τους. Την εμφάνισή του θα τη χαρακτήριζε κανείς ιδιόμορφη: ήταν μελαχρινός με κατάμαυρα μάτια, και φορούσε μονίμως ένα μπορντό γιλέκο, μαύρο παπιγιόν και ασορτί παντελόνι. Εκείνο όμως που τον έκανε ακόμη πιο ιδιόμορφο, ήταν το μόνιμο χαμόγελο που είχε στο πρόσωπό του. Και δεν ήταν ένα απλό χαμόγελο: μια ολόχρυση οδοντοστοιχία, έλαμπε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του.
***
Η επίμαχη μέρα ή μάλλον... νύχτα δεν άργησε να φτάσει. Οι οδηγίες ήταν σαφείς: έπρεπε να πάνε στις εννιά το βράδυ δίπλα στην ξακουστή λίμνη του Λοχ Νες.
Πρώτη έφτασε η ΜαίρηΜπεθ, μαζί με τον σύζυγό της Άρτσι. Είχε περάσει ώρες μπροστά στον καθρέφτη προκειμένου να τιθασεύσει τα μακριά μαύρα μαλλιά της και να βρει ένα χτένισμα που θα μπορούσε να κρύψει τις γκρίζες τούφες που είχαν αρχίσει να ξεπροβάλουν. Φόρεσε ένα φαρδύ παντελόνι και μια ριχτή μπλούζα, προαπθώντας να κρύψει το υπερβολικά αδύνατο σώμα της. Ο σύζυγός της, από την άλλη μεριά, όσο κι αν προσπάθησε δεν κατάφερε να κρύψει τα σημεία του κεφαλιού του που πλέον ήταν άδεια από τρίχες κι έτσι παραδόθηκε στη μοίρα του. Φτάνοντας, βρήκαν μια μεγάλη φωτιά, δίπλα στη λίμνη να τους περιμένει. Η ΜαίρηΜπεθ έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας μόλις συνειδητοποίησε πως έπρεπε να λερώσει τα ρούχα που φόρεσε ειδικά για την περίσταση και κάθισε στο χώμα. Οι φλόγες γέμισαν με σκιές το πρόσωπο το δικό της και του Άρτσι.
Σχεδόν αμέσως, εμφανίστηκαν ο γερό-Λουίτζι, στηριζόμενος σε μια μαγκούρα και υποβασταζόμενος από τη Φλώρα. Η νεαρή κοπέλα, μασούσε προκλητικά μια τσίχλα και έπαιζε συνεχώς με μια μπούκλα από τα σγουρά ξανθά μαλλιά της. Τους χαιρέτησε εγκάρδια και βολεύτηκε απέναντί τους.
Λίγη ώρα αργότερα, οι δίδυμοι Άνγκους και Κάμερον Άντερσον, φάνηκαν να πλησιάζουν. Τα δυο αγόρια, που έμοιαζαν κυριολεκτικά σαν δυο σταγόνες νερό, είχαν τα καστανά μαλλιά τους πιασμένα αλογοουρά και φορούσαν πανομοιότυπες ολόσωμες πράσινες φόρμες. Δεδομένου ότι απέμεναν ακόμη τέσσερις μήνες μέχρι να ενηλικιωθούν πλήρως και γνωρίζοντας το πόσο αυστηροί ήταν οι γονείς τους, η ΜαίρηΜπεθ ανασήκωσε το φρύδι όταν τους είδε να καταφθάνουν. Αναστέναξε κουνώντας αποδοκιμαστικά το κεφάλι.
Αφού πέρασαν έτσι μερικά λεπτά σιωπής, με τη Φλώρα να ρίχνει συνεχώς πονηρές ματιές προς τους διδύμους, συνειδητοποίησαν πως δεν περίμεναν κάποιον άλλον.
Ξαφνικά, δυνατός αέρας φύσηξε, μα αντί να σβήσει η φωτιά, οι φλόγες θέριεψαν γύρω τους. Θέριεψαν τόσο πολύ, που έγιναν εκτυφλωτικές αναγκάζοντάς τους όλους να καλύψουν τα μάτια τους. Πριν ακόμη καλά καλά τα ανοίξουν, μια αντρική φωνή ακούστηκε. Ο ήχος της όμως ήταν περίεργος, λες και μιλούσε μέσα στο μυαλό τους.
«Καλώς ορίσατε».
Ο αέρας κόπασε και οι φλόγες επανήλθαν στην αρχική τους κατάσταση. Οι προσκεκλημένοι, άνοιξαν τα μάτια, διαπιστώνοντας πως απέναντί τους, βρισκόταν ο άντρας που τους είχε δώσει την πρόσκληση και χαμογελούσε στο μισοσκόταδο. Η ολόχρυση οδοντοστοιχία του έλαμπε ακόμη περισσότερο υπό το φως της φωτιάς, ενώ τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του προσώπου του, έμοιαζαν αλλόκοτα σκοτεινά και γεμάτα σκιές.
Κανείς δεν μίλησε. Ωστόσο, ο άντρας δεν πτοήθηκε.
«Νομίζω πως όλοι γνωρίζεστε μεταξύ σας, οπότε... οι συστάσεις είναι περιττές».
«Το δικό σου όνομα, δεν το ξέρουμε όμως» του πέταξε αυθάδικα ο γερο-Λουίτζι.
Ο άντρας χαμογέλασε ακόμη πιο πλατιά.
«Λέγομαι Ντέιβιντ. Και είμαι ο εγγονός της Έλσπεθ Κάλντεργουντ».
«Άρα σε λένε ‘Ντέιβιντ Κάλντεργουντ’;» ρώτησε ο Άρτσι.
«Ξέρετε γιατί μαζευτήκαμε εδώ» συνέχισε εκείνος αγνοώντας την ερώτησή του.
«Για να πούμε το καλύτερο ψέμα» απάντησε αμέσως η Φλώρα κάνοντας μια φούσκα με την τσιχλόφουσκά της.
«Ας ξεκινήσουμε λοιπόν».
«Και τι θα κερδίσουμε;» μπήκε αμέσως στο θέμα η ΜαίτηΜπεθ που τον κοιτούσε καχύποπτα.
«Όχι, όχι, όχι» αποκρίθηκε ο Ντέιβιντ. «Αυτό, είναι έκλπηξη. Για να δεχτείτε την πρόσκλησή μου, πάει να πει πως θέλετε να παίξετε, έτσι δεν είναι;» Κανείς δεν μίλησε. «Θα λάβω τη σιωπή σας ως κατάφαση» ανασήκωσε εκείνος τους ώμους. «Ποιος θα ξεκινήσει, λοιπόν;» Σιωπή ξανά. Σήκωσε δύσπιστα τα φρύδια του. «Κανείς; Ω, ελάτε τώρα! Είμαι σίγουρος, πως έχετε σκεφτεί τα τέλεια ψέματα γι απόψε». Οι καλεσμένοι εξακολουθούσαν να τον κοιτούν χωρίς να αποφασίζουν να αρθρώσουν ούτε μια λέξη. Εκείνος αναστέναξε. «Θα ξεκινήσω εγώ, τότε, λέγοντας το πρώτο ψέμα της βραδιάς» Και για πρώτη φορά, από τότε που είχε έρθει στη λίμνη, έπαψε να χαμογελάει, ενώ τα χείλη του σχημάτισαν μια ευθεία γραμμή. «Δεν είμαι εγγονός της Έλσπεθ Κάλντεργουντ. Δεν γνώρισα ποτέ την Έλσπεθ Κάλντεργουντ. Ο λόγος που ήρθα σε αυτό το μικρό χωριό είναι για να δώσω ένα μάθημα σε όσους το αξίζουν. Το επίθετό μου είναι DarkLead και σκοπό έχω να σας οδηγήσω στα πιο σκοτεινά μονοπάτια της ψυχής σας».
Οι έξι άνθρωποι που ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από τη φωτιά, τον παρακολουθούσαν με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους, βλέποντας τις φλόγες να καθρεφτίζονται στα μάτια του. Και για μια στιγμή, για μια φευγαλέα στιγμή, νόμισαν πως το λευκό χρώμα γύρω από τις κόρες του είχε εξαφανιστεί και τη θέση του είχε πάρει το μαύρο της αβύσσου. Κράτησαν την ανάσα τους ταυτόχρονα αναμένοντας με αγωνία τη συνέχεια.
Ο Ντέιβιντ χαμογέλασε ξανά και η ολόχρυση οδοντοστοιχία του που έλαμψε, επανέφερε την ανάσα στα πνευμόνια τους.
«Πρωταπριλιά!» φώναξε χαρωπά και ανασήκωσε τους ώμους του. «Σειρά σας! Ποιος θα είναι ο επόμενος;»
Οι δίδυμοι κοιτάχτηκαν.
«Πριν μερικά χρόνια» άρχισε ο Κάμερον κοιτώντας τον γερο-Λουίτζι «χάσατε το σκυλάκι σας».
Εκείνος ανασήκωσε το φρύδι. Τους κοίταξε ερωτηματικά.
«Εμείς το κάναμε» χαμογέλασε πλατιά ο Άνγκους.
Ο γέρος έκανε να σηκωθεί.
«Τι κάνατε;»
«Το ρίξαμε στη λίμνη».
Άρπαξε τη μαγκούρα του και προσπάθησε να σηκωθεί για να τους επιτεθεί.
«Παλιό...» άρχισε να λέει για να τον διακόψει το τρανταχτό γέλιο και των δυο τους που ηχούσε ταυτόχρονα.
«Πρωταπριλιά!» φώναξαν συντονισμένα.
Ο γερο-Λουίτζι που ακόμη δεν είχε συνέλθει από το σοκ αφέθηκε στη λαβή της Φλώρας που προσπαθούσε να τον συγκρατήσει και έμεινε στη θέση του.
«Αυτό είναι!» αναφώνησε θριαμβευτικά ο Ντέιβιντ. Έριξε ένα επιδοκιμαστικό βλέμμα στους διδύμους «Τα παιδιά μπήκαν στο νόημα».
Οι φλόγες θέριεψαν προς στιγμήν για να επανέλθουν σχεδόν αμέσως στην αρχική τους υπόσταση.
Η ΜαίρηΜπεθ θα ορκιζόταν πως το νερό της λίμνης αναδεύτηκε στιγμιαία, αλλά σχεδόν αμέσως πείστηκε πως ήταν της φαντασίας της.
«Ποιος θα είναι ο επόμενος;» πρόσθεσε ζωηρά ο Ντέιβιντ.
Ο Άρτσι σήκωσε δειλά το χέρι. Ο Ντέιβιντ του ένευσε προτρέποντάς τον να μιλήσει.
«Τα πράγματα που πουλάω στο παντοπωλείο μου» ξεροκατάπιε «είναι κοντολήξιμα, πολλές φορές και ληγμένα».
Η ΜαίρηΜπεθ γούρλωσε τα μάτια και τον σκούντησε δυνατά, τη στιγμή που το νερό στη λίμνη αναδεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά για λίγη περισσότερη ώρα.
«Πρωταπριλιά!» αναφώνησε νευρικά ο άντρας της.
Ο Ντέιβιντ χειροκρότησε ενθουσιασμένος.
«Επόμενος!» αναφώνησε.
Ο γερο-Λουίτζι ξερόβηξε. Όλοι στράφηκαν προς το μέρος του.
«Εγώ...» άρχισε. Κόμπιασε όμως, βλέποντας την προσοχή τους στραμένη επάνω του. «ας μιλήσει κάποιος άλλος» είπε σκύβοντας το κεφάλι.
«Όχι, όχι, κύριε Κάρλσον» αντέτεινε ο Ντέιβιντ. «Είναι η σειρά σας. Κανείς δεν μπορεί να μπει στη θέση σας» κατέληξε με νόημα.
Εκείνος έσφιξε τα χείλη.
«Εγώ υποκρίνομαι ότι κουτσαίνω» είπε τελικά. «Για να μου δίνουν προσοχή».
Όλοι έμειναν σιωπηλοί.
«Πρωταπριλιά!» συμπλήρωσε σχεδόν αμέσως κι έσφιξε τη μαγκούρα που ήταν ακουμπισμένη δίπλα του.
«Και απομένουν οι δυο κυρίες για να ολοκληρωθεί ο πρώτος γύρος», έκανε ο Ντέβιντ.
«Πρώτος γύρος;» απόρησε η ΜαίρηΜπεθ. «Υπάρχει και δεύτερος;»
Ο άντρας της χαμογέλασε πλατιά με το ολόχρυσο χαμόγελό του.
«Αγαπητή μου... υπάρχουν όσοι γύροι προλάβετε, ή μάλλον» διόρθωσε «όσοι γύροι αντέξετε» τόνισε την τελευταία λέξη, «μέχρι τα μεσάνυχτα».
Εκείνη έτριψε νευρικά τα δάχτυλά της.
«Και αφού βιάζεστε να τελειώσετε, τι θα λέγατε να είστε η επόμενη;» ανασήκωσε τα φρύδια του.
Η ΜαίρηΜπεθ αντάμωσε τα βλέματα όλων κι ένιωσε να χάνει τη μιλιά της. Είχε σκεφτεί τόσα ωραία ψέματα για να αραδιάσει, όμως ήταν σαν διαγράφηκαν απότομα από το μυαλό της. Αντιθέτως, εκείνα που πάλευαν να ξεπηδήσουν από τα χείλη της, ήταν αλήθειες˙ πικρές αλήθειες που δεν θα άρεσαν σε κανέναν. Όμως... κανείς δεν θα καταλάβαινε πως ήταν αλήθειες, σωστά; Κρυμμένη πίσω από τη μάσκα των ψεμάτων, μπορούσε να πει ότι ήθελε˙ ακόμη κι αν αυτό, ήταν η χειρότερη αλήθεια. Οπλίστηκε με θάρρος και τους κοίταξε όλους προκλητικά.
«Όταν ράβω τα ρούχα πάνω σας, μερικές φορές σας τσιμπάω με τη βελόνα επίτηδες. Νιώθω μια απέραντη ηδονή στη σκέψη του πόνου σας».
Όλοι πάγωσαν.
«Πρωταπριλιά!» αναφώνησε τόσο δυνατά που η φωνή της σκέπασε τις μπουρμπουλήθρες που τάραξαν την επιφάνεια του νερού της λίμνης.
«Νεαρή δεσποινίς, η σειρά σας» στράφηκε ο Ντέβιντ στη Φλώρα.
Η κοπέλα έκανε μια φούσκα με την τσίχλα της και συνέχισε να τη μασά δυνατά. Έπειτα την έβγαλε στην παλάμη της.
«Αυτή εδώ, δεν είναι μια απλή τσίχλα» άρχισε. «Είναι...» τους κοίταξε με νόημα «ναρκωτικό!» αναφώνησε ενθουσιασμένη. «Κι έχουμε σκοπό να το πουλήσουμε!»
«Ποιοι; Σε ποιους;» ρώτησε αμέσως η ΜαίρηΜπεθ.
«Σας την έσκασα!» γέλασε τότε η Φλώρα κι έριξε πάλι την τσίχλα στο στόμα της. «Πρωταπριλιά!»
«Συγχαρητήρια!» αναφώνησε ο Ντέιβιντ. «Ολοκληρώσατε με επιτυχία τον πρώτο γύρο!» Χτύπησε παλαμάκια ενθουσιασμένος. «Πάμε για τον δεύτερο» πρόσθεσε με νόημα.
Ακόμη περισσότερες αποκαλύψεις ακολούθησαν με τον μυστηριώδη άντρα να αναφωνεί ενθουσιασμένος.
«Η ώρα είναι έντεκα, οπότε, έχουμε χρόνο για τον τρίτο και τελευταίο γύρο!»
«Δεν έπρεπε να έχουμε νικητή σε κάθε γύρο;» απόρησε η ΜαίρηΜπεθ.
«Μην βιάζεστε... Τα αποτελέσματα θα ανακοινωθούν στο τέλος. Λοιπόν! Γνωρίζετε τη σειρά σας. Ξεκινάμε!»
Οι δίδυμοι κοιτάχτηκαν με νόημα για τρίτη και τελευταία φορά.
«Η τσίχλα, που ανέφερε η Φλώρα» άρχισε ο Κάμερον «είναι όντως ναρκωτικό» χαμογέλασε πονηρά.
«Για την ακρίβεια» συνέχισε ο Άνγκους, «ρίξαμε αρκετή από την ουσία της στα ποτά των γονιών μας. Και για να δούμε πώς θα τους επηρεάσει, αλλά και γα να πέσουν αναίσθητοι, προσωρινά» συμπλήρωσε βιαστικά «και να μπορέσουμε να βγούμε απόψε».
Όλοι τους κοιτούσαν σιωπηλοί.
«Πρωταπριλιά!» φώναξαν και οι δυο συντονισμένα.
Το νερό στη λίμνη αναδεύτηκε για αρκετή ώρα, αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία.
Ο Άρτσι στράφηκε προς τη ΜαίρηΜπεθ.
«Σε απατάω εδώ και καιρό. Με τη Φλώρα. Θέλω να χωρίσουμε».
Η ΜαίρηΜπεθ κοίταξε αποσβολωμένη τον άντρα της κι έπειτα τη νεαρή κοπέλα που της ανταπέδωσε το βλέμμα ανέκφραστη.
«Πρωταπριλιά!» αναφώνησε ο Άρτσι κι έκανε να της πιάσει το χέρι. Εκείνη το τράβηξε και το ακούμπησε στην αγκαλιά της καρφώνοντας το βλέμμα της στη φωτιά.
Αυτή τη φορά οι μπουρμπουλήθρες στη λίμνη ακούστηκαν τόσο δυνατά που σκέπασαν την αρχή των λόγων του γερο-Λουίτζι που είχε αρχίσει ήδη να μιλάει.
«...από δική μου υπαιτιότητα. Δεν είχα στον ήλιο μοίρα. Έκλεψα την ταυτότητά του και μαζί την περιουσία και τη σύνταξή του. Τα χρήματα αυτά δεν τα δικαιούμαι. Σε εκείνον ανήκουν».
«Συγγνώμη, αλλά δεν σας ακούσαμε» χαμογέλασε ο Ντέιβιντ. «Μπορείτε να επαναλάβετε;»
Εκείνος χάιδεψε νευρικά τη μαγκούρα του κι επανέλαβε:
«Το όνομά μου δεν είναι Λουίτζι Κάρλσον. Έτσι ονομαζόταν ένας φίλος που υπηρετήσαμε μαζί στον στρατό. Σκοτώθηκε σε μια μάχη, από δική μου υπαιτιότητα. Δεν είχα στον ήλιο μοίρα. Έκλεψα την ταυτότητά του και μαζί την περιουσία και τη σύνταξή του. Τα χρήματα αυτά δεν τα δικαιούμαι. Σε εκείνον ανήκουν».
Σιωπή απλώθηκε.
«Πρωταπριλιά...» πρόφερε δειλά.
Ο Ντέιβιντ στράφηκε προς τη ΜαίρηΜπεθ.
«Σειρά σας».
Εκείνη έστριβε νευρικά το τελείωμα της μπλούζας της.
«Ο λόγος που σας τρυπώ με τις βελόνες» ξεροκατάπιε. «Είναι γιατί σας μισώ». Έκανε ένα γύρο με το βλέμμα της και τους κοίταξε όλους κατάματα. «Σας μισώ γιατί είστε υγιείς κι εγώ όχι. Γιατί έχετε υγιές σώμα. Κάθε φορά που τρώω κάτι, τρέχω στην τουαλέτα και ξερνάω, γι΄αυτό είμαι τόσο αδύνατη». Στράφηκε προς τον Άρτσι. «Το μωρό μας δεν πέθανε στον ύπνο του, όπως σου είπα. Εγώ την έπνιξα με το μαξιλάρι. Τη μισούσα που είχα παχύνει εξαιτίας της. Τη μισούσα που με έκανε να τρέχω στην τουαλέτα και να ξερνάω μετά από κάθε γεύμα για να χάσω τα κιλά που έβαλα. Και τώρα δεν μπορώ να αποβάλω αυτή τη συνήθεια».
Ο Άρτσι άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, μα δεν κατάφερε να αρθρώσει λέξη.
«Πρωταπριλιά», είπε κοφτά η ΜαίρηΜπεθ και χαμήλωσε το βλέμμα.
Η Φλώρα μίλησε μόνη της, χωρίς να της δώσει τον λόγο ο Ντέιβιντ. Κοίταξε τον γερο-Λουίτζι:
«Σε βοηθάω, γιατί ξέρω ότι δεν έχεις οικογένεια κι ευελπιστώ να σου πάρω την περιουσία σου. Και δεν είναι μόνο αυτό: Με τα παιδιά» ένευσε προς τους διδύμους, «σου ρίχνουμε λίγο λίγο από το ναρκωτικό. Έτσι και μόνος σου να μην αποφασίσεις να μου γράψεις την περιουσία, θα το κάνεις σίγουρα υπό την επήρειά του».
«Παλιο...» πήγε να πει ο γέρος.
«Πρωταπριλιά!» τον έκοψε εκείνη κι έκανε μια φούσκα με την τσίχλα της.
Πριν προλάβει κανείς άλλος να μιλήσει, το νερό της λίμνης άρχισε να αναδεύεται ασταμάτητα. Η επιφάνεια γέμισε φυσαλίδες ενώ μια ανατριχιαστική βουή ξεπήδησε από τα βάθη της.
«Τι τρέχει;» ρώτησε τρομαγμένη η ΜαίρηΜπεθ.
Ένας θεόρατος υδροστρόβιλος ξεπήδησε από τα βάθη της λίμνης, υψώνοντας ένα τείχος νερού που στροβιλιζόταν απειλητικά.
«Κυρίες και κύριοι» είπε δυνατά ο Ντέιβιντ, «ήρθε η ώρα να ανακοινώσουμε τον νικητή της αποψινής βραδιάς. Και ο νικητής» τους κοίταξε όλους κατάματα «είστε όλοι εσείς: εσείς και τα ψέματά σας˙ τα ψέματα που αραδιάζετε τόσο καιρό στους άλλους, αλλά και στον ίδιο σας τον εαυτό».
Σηκώθηκε και τους έριξε μια επιτιμιτική ματιά. Ο υδροστρόβιλος, με μανία, όρμησε προς την ακτή. Και καθώς το νερό διαλύθηκε, αποκαλύφθηκε ένα πλάσμα εφιαλτικό: το σώμα του, μακρόστενο και κατάμαυρο, έμοιαζε σμιλεμένο από τον ίδιο τον βούρκο της λίμνης. Τα κατακόκκινα μάτια του έμοιαζαν με πυρακτωμένες σπίθες.
«Αυτό είναι το τέρας που τρέφετε μέσα σας» τους είπε αυστηρά. «Το τέρας που ταίζετε με τα ψέματά σας. Σας κατατρώει. Το κάνει αργά, χωρίς να το καταλαβαίνετε. Έτσι η αίσθηση της έλλειψης του εαυτού σας, είναι τόσο μικρή κάθε φορά που δεν τη νιώθετε, δεν μπορείτε να δείτε τη διαφορά. Μέχρι που τελικά, καταλήγετε να γίνετε εσείς το τέρας και αρχίζετε να σέρνεστε στον βούρκο που εσείς οι ίδιοι έχετε δημιουργήσει. Απόψε» συνέχισε «ήταν η πρώτη φορά στη μίζερη ζωή σας που ξεστομίσατε αλήθειες. Βλέπετε... πολλές φορές, η αλήθεια, για να μπορέσει να αποκαλυφθεί, πρέπει πρώτα να μεταμφιεστεί σε ψέμα. Συγχαρητήρια» τους πέταξε. «Ό,τι και και να κάνετε, η διαδρομή σας είναι ήδη καθορισμένη. Η κόλαση σας περιμένει».
Το τέρας ορθώθηκε, παρασύροντας μαζί του ένα ορμητικό ρεύμα, που απειλούσε να σαρώσει τα πάντα στο πέρασμά του. Κι όταν εξαφανίστηκε ξανά στην άβυσσο της λίμνης, άφησε πίσω του μόνο την ηχώ του τρόμου και την απόλυτη σιωπή. Δεν έμεινε κανένα ίχνος: ούτε από εκείνους, ούτε από τα ψέματά τους.
Ο Ντέιβιντ χαμογέλασε. Μια ολόχρυση οδοντοστοιχία έλαμψε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του.

Erodite Papapostolou
Comments