Ο άνεμος σφύριζε δυνατά στους στενούς δρόμους της πόλης, σαν να ήθελε να πει κάτι από το παρελθόν. Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και η πόλη περίμενε ήσυχα τη νέα αρχή. Όμως, για την Κάθριν, αυτή η νύχτα ήταν διαφορετική. Ένιωθε το βάρος του χρόνου πάνω της να τη σφίγγει.
Η κοπέλα δεν πίστευε ποτέ ιδιαίτερα στο υπερφυσικό, αλλά απόψε, καθώς στεκόταν μπροστά στο παλιό οικογενειακό σπίτι, δεν μπορούσε να αγνοήσει το ρίγος που τη διαπερνούσε. Το σπίτι ήταν πια άδειο, γεμάτο μόνο με αναμνήσεις, όμως απόψε φαινόταν διαφορετικό. Έμοιαζε ζωντανό, σαν να κρατούσε την ανάσα του και περίμενε κάτι.
Κοίταξε το γράμμα που κρατούσε στα χέρια της, με τις γωνίες τσακισμένες από την παλαιότητά του. Είχε φτάσει νωρίτερα το απόγευμα, χωρίς όνομα αποστολέα. Το μήνυμα ήταν σύντομο, γραμμένο με έντονα μαύρα γράμματα:
«Δεν είσαι μόνη στο κατώφλι».
Στην αρχή, η Κάθριν το είχε θεωρήσει φάρσα. Όμως τώρα, καθώς στεκόταν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού όπου είχαν πεθάνει οι γονείς της, δεν ήταν τόσο σίγουρη. Το γράμμα είχε φτάσει ακριβώς αυτή τη νύχτα, μια νύχτα που ο χρόνος έμοιαζε μπερδεμένος, σαν να στεκόταν ανάμεσα στο παλιό και το νέο. Στο κατώφλι του νέου χρόνου.
Η Κάθριν άνοιξε την πόρτα. Έτριξε δυνατά, ένας ήχος που είχε να ακούσει εδώ και χρόνια, και την έκανε να ανατριχιάσει. Ο σκοτεινός διάδρομος απλωνόταν μπροστά της, φωτισμένος αχνά από το μικρό παράθυρο στο βάθος. Μπήκε μέσα, νιώθοντας την καρδιά της να χτυπάει γρήγορα από έναν ανεξήγητο φόβο. Καθώς προχωρούσε, σκιές έμοιαζαν να κινούνται, να τρεμοπαίζουν στο λιγοστό φως.
Στο τέλος του διαδρόμου στεκόταν μια φιγούρα.
«Ποιος είναι εκεί;» ρώτησε με φωνή που έτρεμε.
Η φιγούρα δεν κουνήθηκε. Όμως η Κάθριν διέκρινε το σχήμα μιας γυναίκας, ψηλής, με μακριά μαύρα μαλλιά που έπεφταν στην πλάτη της. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της, αλλά κάτι επάνω της τής φαινόταν γνώριμο, σαν μια ανάμνηση που προσπαθούσε να θυμηθεί.
Έκανε ένα βήμα μπροστά, και η φιγούρα γύρισε αργά. Το πρόσωπό της έκανε την καρδιά της Κάθριν να σταματήσει.
Ήταν η μητέρα της.
Ή τουλάχιστον, έμοιαζε με τη μητέρα της. Τα ίδια έντονα ζυγωματικά, τα ίδια βαθιά σκούρα μάτια, αλλά το βλέμμα της ήταν κενό, χωρίς ζωή. Η μητέρα της είχε πεθάνει πριν από δέκα χρόνια, εδώ, σε αυτό το σπίτι. Η Κάθριν θυμόταν τη στιγμή που οι γιατροί είχαν επιβεβαιώσει το τέλος. Και όμως, τώρα την έβλεπε ξανά, σαν ο χρόνος να είχε γυρίσει πίσω και το παρελθόν να είχε επιστρέψει στη ζωή.
«Μαμά;» ψιθύρισε η Κάθριν, με σπασμένη φωνή.
Η γυναίκα δεν απάντησε, απλώς της έκανε νόημα να την ακολουθήσει.
Η Κάθριν, αν και διστακτική, την ακολούθησε. Δεν ήξερε γιατί, αλλά ένιωθε ότι έπρεπε να το κάνει. Ήταν σαν κάτι μέσα της να την πίεζε, σαν να της έλεγε ότι αυτή η γυναίκα, είτε ήταν η μητέρα της είτε όχι, την οδηγούσε σε κάτι σημαντικό.
Προχώρησαν σιωπηλά μέσα στο σπίτι, που φαινόταν να στενεύει γύρω τους. Καθώς περπατούσαν, το σπίτι έμοιαζε παράξενα γνώριμο, αλλά και διαφορετικό ταυτόχρονα. Δεν έμοιαζε πια δεμένο με τον χρόνο. Η Κάθριν κοίταξε γύρω της και παρατήρησε ότι η ταπετσαρία στο σαλόνι ήταν ελαφρώς φθαρμένη, σαν να είχε παγώσει σε μια στιγμή από την παιδική της ηλικία.
Έφτασαν στην παλιά βιβλιοθήκη. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, και μια λεπτή λωρίδα φωτός ξεχυνόταν από τις ρωγμές.
Η γυναίκα στάθηκε στην άκρη, αφήνοντας την Κάθριν να περάσει πρώτη. Μόλις μπήκε μέσα, η πόρτα έκλεισε πίσω της με δύναμη. Γύρισε απότομα, μόνο για να διαπιστώσει ότι το δωμάτιο δεν ήταν όπως το θυμόταν. Το γραφείο ήταν γεμάτο χαρτιά, και τα ράφια ήταν φορτωμένα με παλιά, κιτρινισμένα βιβλία. Όμως, αυτό που τράβηξε περισσότερο την προσοχή της ήταν οι καθρέφτες στους τοίχους. Όλοι τους ήταν σπασμένοι. Κάποιοι είχαν ραγίσματα, ενώ άλλοι ήταν εντελώς θρυμματισμένοι.
Σε έναν από τους μεγαλύτερους καθρέφτες, η Κάθριν είδε κάτι που την έκανε να παγώσει.
Η αντανάκλαση που έβλεπε δεν ήταν η δική της.
Ο καθρέφτης έδειχνε μια σκηνή από το παρελθόν: την ίδια ως παιδί, καθισμένη στο γραφείο της βιβλιοθήκης, ενώ η μητέρα της στεκόταν δίπλα στο παράθυρο, κοιτάζοντας έξω στο σκοτάδι. Αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά με την εικόνα. Η μητέρα της δεν χαμογελούσε. Τα μάτια της ήταν γεμάτα τρόμο, και το δωμάτιο γύρω της φαινόταν να παραμορφώνεται, σαν να έχανε τη σταθερότητά του.
«Μαμά;» ψιθύρισε η Κάθριν, με τη φωνή της να τρέμει για ακόμη μια φορά.
Η φιγούρα της μητέρας εμφανίστηκε ξανά στον καθρέφτη, δίπλα στην αντανάκλαση της Κάθριν. Αυτή τη φορά, το πρόσωπό της ήταν ορατό. Τα μάτια της ήταν άδεια, σαν βαθιές, σκοτεινές πηγές. Άνοιξε το στόμα της, αλλά δεν βγήκε κανένας ήχος. Τα χείλη της σχημάτιζαν λέξεις που η Κάθριν δεν μπορούσε να ακούσει.
Ξαφνικά, μια σκέψη τη διαπέρασε. Η μητέρα της δεν είχε φύγει ήρεμα. Είχε προσπαθήσει να της πει κάτι στις τελευταίες της στιγμές, κάτι σημαντικό. Κάτι είχε συμβεί σε αυτό το σπίτι, κάτι που είχε αφήσει ένα σημάδι, ένα μυστικό που η Κάθριν είχε θάψει βαθιά στη μνήμη της.
Ο άνεμος άρχισε να ουρλιάζει, δυνατός και παγωμένος, χτυπώντας με ορμή τα παράθυρα της βιβλιοθήκης. Τα φώτα τρεμόπαιξαν για λίγο και έσβησαν.
Η φιγούρα της μητέρας έκανε ένα βήμα πίσω μέσα στον καθρέφτη και χάθηκε. Το μόνο που έμεινε ήταν η αντανάκλαση της Κάθριν, μόνη της στο σκοτεινό δωμάτιο.
Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε με δύναμη. Η Κάθριν γύρισε απότομα, αλλά δεν υπήρχε κανείς.
Το σπίτι βυθίστηκε σε απόλυτη σιωπή.
Τα χέρια της Κάθριν έτρεμαν καθώς άγγιζε τον σπασμένο καθρέφτη. Τα δάχτυλά της άφησαν σημάδια στο γυαλί, ενώ προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Το παρελθόν είχε ζωντανέψει, ξεπηδώντας από τις σκιές για να την τραβήξει πίσω σε μια στιγμή που ήθελε να ξεχάσει.
Τώρα, στη στιγμή που ένας χρόνος τελείωνε και ένας καινούριος ξεκινούσε, κατάλαβε κάτι. Κάποιες πόρτες και κάποιες αλήθειες δεν κλείνουν ποτέ, όσο κι αν περνούν τα χρόνια.
Στο βάθος, το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα. Το νέο έτος είχε φτάσει, αλλά το παρελθόν ήταν ακόμα εκεί, να τη στοιχειώνει, ακολουθώντας κάθε της βήμα.
Μαριλένα Ξυψιτή
Συγγραφέας
Είναι κάποιες φορές, που το παρελθόν ανοίγει παράθυρα εξόδου σε εκείνους τους αγαπημένους νεκρούς, που έφυγαν κάτω από περίεργες συνθήκες από την ζωή! Ίσως επιδιώκουν να μας προειδοποιήσουν για κάποια απειλή που επιβουλεύεται την δική μας ζωή! Ανατρίχιασα, διαβάζοντας την ιστορία σου Μαριλένα, που τόσο μυστηριακά δομημένη μας την προσέφερες. Αυτές οι ανεξήγητες, σιωπηλές εμφανίσεις των αγαπημένων μας, θα παρουσιάζονται συχνά στους κύκλους των χρόνων και ίσως κάποτε να γίνουμε κοινωνοί των ειδοποιήσεων, που πασχίζουν να μας μεταδώσουν!