top of page

Η ιστορία μου μικρή, μόλις δύο μέρες.

Ένα πρωί με έβγαλαν από το κουτί μου.

Με θαύμασαν, με επαίνεσαν, με βρήκαν αφράτο κι’ απαλό.

Με ένα μαρκαδόρο σημείωσαν στη μια μου άκρη τον αριθμό δεκατέσσερα.

Έκανα όνειρα, για να σκεπάσω το κορμί μιας όμορφης νεράιδας, μιας ύπαρξης που θα με εκτιμούσε και θα με φρόντιζε.

Ίσως, πάλι, κάποιο παιδί στο δωμάτιο του, να με είχε ανάμεσα στα αγαπημένα του παιχνίδια και να χαιρόμουν κι’ εγώ τα «παιδικά μου χρόνια!».

…Μα, πού με πάνε;

Αναρωτήθηκα, έντρομο. Αυτό…αυτό είναι δωμάτιο νοσοκομείου!

Στο σώμα ενός αρρώστου;

Θα κολλήσω!

Θα βρωμίσω!

Όχι!!! Φώναξα με την «άφωνη» μιλιά μου, όχι!

Μη!

…Όταν έπεσα απαλά

μα φοβισμένο- πάνω του, το πρώτο που είδα, ήταν ένα σκελετωμένο πρόσωπο, γεμάτο πόνο και αγωνία. Άκουσα τις κραυγές και τις κομμένες ανάσες και τα γοερά αναφιλητά.

Ένιωσα ένοχο, γιατί εγώ ονειρευόμουν τα «πλούτη» και τις όμορφες στιγμές, ενώ υπήρχαν μπροστά μου, ψυχές που αδημονούσαν αν θα μείνουν θα βγουν ή θα βγουν από το ταλαιπωρημένο σώμα.

Από το φόβο μου, λερώθηκα.

Και αυτό ήταν το «παρθενικό» μου στίγμα.

Με πήραν, με έριξαν στον κλίβανο, μαζί με άλλα παπλώματα.

Στο «καθαρτήριο» πιάσαμε κουβέντα.

Και τι δεν άκουσα από ιστορίες. Πόσος πόνος, πόσες δύσκολες στιγμές.

Όταν στέγνωνα κάτω από του ήλιου το φως, άρχισα να σκέφτομαι με «καθαρό» μυαλό.

Τι θα μπορούσα να προσφέρω, εγώ, το φρεσκοπλυμένο πάπλωμα, σ’ αυτό το σώμα.

Ήταν μεσημέρι της δεύτερης ημέρας, όταν συναντηθήκαμε ξανά. Ένιωθα πιο οικεία, πια.

Σα να βρήκα ένα φίλο μου.

Τον αγκάλιασα σφιχτά, του έδωσα όλη τη θέρμη μου και άρχισα να του διηγούμαι ιστορίες για ανύπαρκτους κόσμους, για φανταστικές περιοχές με καθάριους ουρανούς και τρεχούμενα νερά και παπλώματα. Παπλώματα ολόλευκα και αφράτα, να διασχίζουν σα μαγικά χαλιά το Σύμπαν.

Του τραγούδησα κι’ ένα σκοπό, από τη φτωχική μου δισκοθήκη.

Το τραγούδι που έλεγε εκείνο το μικρό παιδί, που με γέμιζε με συνθετικά πούπουλα.

« Ένα μικρό ταξίδι στην αρχή, ένα μεγάλο στο τέλος.

Εγώ είμ’ ένα μικρό παιδί, που ταξιδεύω πάντα.

Μια τούφα κι’ ένα σύννεφο, μία ραφή και σκάλα.

Θα φτάσω ως στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά τα άλλα».

Τότε κατάλαβα το νόημα των στίχων.

Και δάκρυσα.

Αλήθεια, δάκρυσα.

Και ήταν το δάκρυ μου βροχή στους αναστεναγμούς του.

Στον πόνο του, στο κλάμα του, στους δισταγμούς του.

Το βράδυ, έφυγε!

Πήγε στους κόσμους του τραγουδιού.

Να βρει άλλες ψυχές, που περιμέναν.

Πόνεσα πολύ, όταν τον σκέπασαν με μένα.

Μονάχα πρόλαβα να του πω «καλό ταξίδι», μ’ ένα φιλί στο μέτωπό του.

Τώρα, είχα ολοκληρώσει τη γνώση μου.

Είχα ενηλικιωθεί!

Ήξερα τι ήμουν και τι ήθελα, πια, να κάνω στην υπόλοιπη ζωή μου.

Να προσφέρω θαλπωρή και αγάπη! Ζεστασιά κι’ ένα τραγούδι τρυφερό…το μόνο που είχα μάθει!!



ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ»

Comments


bottom of page