top of page

Το προικιό

(Από αδημοσίευτο

έργο)

Οκτώβριος 1952

Ο χειμώνας μπήκε ζόρικος φέτος, όλο φυσούσε συνέχεια και έβρεχε με το τουλούμι.

Βροχή και αέρας,έδερναν αλύπητα το βράχο,σαν να πάλευαν να τον γκρεμίσουν στη θάλασσα.

Τα νερά της βροχής τρύπωναν στο σπίτι απο την πόρτα και τα παραθύρια και καταμούσκευε ο τόπος.

Μάταια στουμπώναμε τις χαραμάδες με πατσαβούρια,μουλιάσαμε κυριολεκτικά.

Μούλιασαν και τα προικιά μου.

Παρασκευή απόγευμα, από καμωμένος ο καιρός, έκοψε λίγο.

Φορτώσαμε βιαστικά τα νοτισμένα προικιά στο μουλάρι.

Βελέντζες, χράμια ασπρική και τετζερέδια, όλα στα καπούλια του αλόγου,το προικιό μιας ζωής στο ξεκίνημά της και το τέλος του ονείρου.

Πήραμε συνοδιά το δρόμο για το σπίτι του γαμπρού.

Μπρος ο πολύχρωμος μπόγος,που τραμπαλιζόταν στα καπούλια του αλόγου και πίσω εμείς.

Ακολουθούσαμε,ποδαράτοι, και τουρτουρίζαμε.Σφίγγαμε επάνω μας τα παλτά μας και σηκώναμε τους γιακάδες.

Κάπου κάπου ψιλόβρεχε ακόμα.

Η μάνα μου, είχε σφηνώσει ανάμεσα στο προικιό μια εικόνα του Αη Δημήτρη, και την έψαχνε συνέχεια με το μάτι, μην τυχόν πέσει και ενσκήψει στο νέο σπίτι γρουσουζιά. Τα σοκάκια κολυμπούσαν στα λασπόνερα, και οι γείτονες,μας περίμεναν, ξυπόλητοι στις πόρτες τους με μια φούχτα ρύζι στο χέρι.

Το σκόρπιζαν πάνω στο μπόγο και μοίραζαν ευχές και χαμόγελα.

Καλορίζικα,να ζήσετε και να ριζώσετε.

Εμένα μου έφερναν ένα σφίξιμο

στην καρδιά ολες τούτες οι ευχές, και μόλις συνειδητοποιούσα, ότι τέλεψαν τα ψέματα και πήγε άκλαυτο το όνειρο.

Μετά ξεμακρύναμε ολότελα από το χωριό και καθώς ανηφορίζαμε για το σπίτι του γαμπρού,μας τύλιγε η ερημιά και το σκοτάδι.

Απομεσήμερο σχεδόν και σκοτείνιασε γύρω.

Εκείνη η σκοτεινιά και η παγωνιά μου φάνηκε κακό σημάδι για το γάμο μου και πάγωσε η ψυχή μου.

Ξαφνικά,ολη η πομπή,μου έμοιαζε πένθιμη.

Μια καταθλιπτική σκοτεινή πομπή,που ο καθένας έσερνε στον ανήφορο τους δικούς του καημούς και τις δικές του έγνοιες.

Μου ερχόταν να το βάλω στα πόδια,να πάρω πιλαλώντας τον κατήφορο η να σαλτάρω απο το βράχο και να γλυτώσω για πάντα...

Μια ζωή ονειρευόμουν να ξεφύγω απο τούτα τα βράχια και τώρα στέριωνα πάνω τους την υπόλοιπη ζωή μου.

Και έβαζα οριστικά ταφόπλακα στο όνειρο.

Από την πρώτη μέρα τούτο γάμο τον είδα σαν δόκανο, ένα δόκανο που σε καρτερά στημένο και δεν έχεις τρόπο να ξεφύγεις...

Στο γάμο δεν έχεις επιλογές η παντρεύεσαι όσο είναι καιρός και καταφτάνουν τα προξενιά ή μένεις γεροντοκόρη να σε καταριέται η μάνα σου από το πρωί ως το βράδυ.

Δυοίν κακοίν προκειμένοιν,το μη χείρον,βέλτιστον.

Ανάμεσα σε δύο κακά το καλύτερο είναι ,το λιγότερο χειρότερο...

Και ανάμεσα σε δυο ζωές αυτή,που ελπίζεις να δεις φως,στη μέση απο το σκοτάδι...

Οι νύφες φοράνε πάντα άσπρα,το χρώμα της ελπίδας και του ονείρου.

Comentários


bottom of page