top of page

ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ


Η Σαμάνθα πάντα πίστευε ότι η ζωή της ήταν συνηθισμένη. Δούλευε σε μια σταθερή δουλειά σε μια διαφημιστική εταιρεία, ζούσε σε ένα μικρό διαμέρισμα στην πόλη και περνούσε τα Σαββατοκύριακα της σε καφετέριες ή βλέποντας μανιωδώς τις αγαπημένες της σειρές. Ήταν μια άνετη, προβλέψιμη ζωή, χωρίς ιδιαίτερα δράματα. Όμως, τελευταία, κάτι περίεργο άρχισε να ξετυλίγεται στη ρουτίνα της. Μικρά, ανησυχητικά γεγονότα που αρχικά τα απέδιδε στη σύμπτωση.


Όλα ξεκίνησαν με ένα τηλεφώνημα που δεν προοριζόταν για εκείνη. Ένα βράδυ Παρασκευής, αφού είχε γυρίσει από τη δουλειά, η Σαμάνθα είδε μια αναπάντητη κλήση από τη φίλη της, τη Λίντα. Όταν, όμως, την κάλεσε πίσω, δεν άκουσε τη φωνή της φίλης της. Στην άλλη άκρη της γραμμής, ήταν ένας άντρας. Η φωνή του ήταν ψυχρή.


«Είσαι σίγουρη;» ρώτησε.


«Τι; Ποιος είναι; Πού είναι η Λίντα;»


Ακολούθησε μια παύση και μετά ο άντρας μίλησε με ήρεμη, ανέκφραστη φωνή. «Σου προτείνω να πας αύριο στο καφέ, στις δώδεκα το μεσημέρι. Εκεί θα βρεις απαντήσεις».


Η γραμμή έκλεισε.


Μπερδεμένη, η Σαμάνθα αναρωτήθηκε αν έπρεπε να αγνοήσει το τηλεφώνημα. Όμως κάτι σε αυτό την ανησύχησε βαθιά. Ο τόνος του άντρα ήταν πολύ προσεκτικός, πολύ υπολογισμένος. Την επόμενη μέρα, χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν, βρέθηκε στο καφέ στις δώδεκα. Καθώς κάθισε σε μια γωνιακή θέση, κοίταξε γύρω, περιμένοντας κάτι να συμβεί.


Λίγα λεπτά αργότερα, ένας άγνωστος την πλησίασε. Ήταν ψηλός, φορούσε ένα γκρι κοστούμι και η στάση του έδειχνε εξουσία. Δεν κάθισε, αλλά άφησε ένα μικρό φάκελο στο τραπέζι. Δεν αντάλλαξαν ούτε μία λέξη. Ο άντρας έφυγε τόσο αθόρυβα όσο είχε έρθει.


Η Σαμάνθα άνοιξε τον φάκελο διστακτικά. Μέσα υπήρχε ένα απλό σημείωμα: «Ό,τι κάνεις είναι προγραμματισμένο. Βρες την πηγή πριν να είναι αργά».


Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά. Τι σήμαινε αυτό; Η ζωή της, οι αποφάσεις της...δεν ήταν δικές της;


Σηκώθηκε βιαστικά, μαζεύοντας τα πράγματά της, με το μυαλό της να κατακλύζεται από ερωτήματα. Το αινιγματικό μήνυμα προσέθετε μόνο στην αυξανόμενη ένταση που ένιωθε τις τελευταίες μέρες. Είχε ήδη παρατηρήσει μικρές αλλαγές στη ζωή της. Όπως το πώς πάντα επέλεγε τα ίδια ρούχα τη Δευτέρα, πώς η πρωινή της ρουτίνα ήταν πάντα ακριβώς η ίδια και πώς κάποιοι άνθρωποι που συναντούσε τυχαία, εμφανίζονταν ξανά και ξανά, σαν να ήταν... προγραμματισμένοι.


Αλλά δεν ήταν μόνο η ρουτίνα της. Οι αποφάσεις της, από το τι θα φάει για μεσημεριανό μέχρι ποιο βιβλίο θα διαβάσει το βράδυ, έμοιαζαν σαν να είχαν ήδη παρθεί για εκείνη, σαν κάθε της κίνηση να είχε προαποφασιστεί.


Όταν βρήκε έναν ακόμη μυστηριώδη φάκελο στην πόρτα της, τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο περίεργα. Μέσα στον φάκελο υπήρχε ένα ακόμα σημείωμα, αυτή τη φορά πιο άμεσο: «Οι παρατηρητές είναι παντού. Κάθε σου κίνηση παρακολουθείται. Αλλά μπορούμε να σε βοηθήσουμε, αν δράσεις τώρα».


Αυτό το μήνυμα περιλάμβανε μια διεύθυνση, ένα παλιό κτίριο στην άκρη της πόλης, που το αναγνώριζε αλλά δεν είχε ποτέ επισκεφθεί. Η διεύθυνση δεν υπήρχε σε κανένα χάρτη.


Η Σαμάνθα δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να πάει.


Το κτίριο ήταν σκοτεινό και απειλητικό, με παράθυρα καλυμμένα από βρωμιά. Καθώς άνοιξε την πόρτα που έτριζε, ανατρίχιασε. Το εσωτερικό ήταν άδειο, γκρίζοι τοίχοι, φώτα που έτρεμαν και μια σειρά από παλιούς υπολογιστές που βούιζαν σε μια γωνία. Στο κέντρο του δωματίου καθόταν ένας άντρας σε μια καρέκλα, με τα χέρια του δεμένα στα μπράτσα. Σήκωσε το βλέμμα του καθώς μπήκε η Σαμάνθα, φαινόταν πανικόβλητος.


«Ήρθες να τους σταματήσεις;» ρώτησε απεγνωσμένα.


Η Σαμάνθα πάγωσε. «Ποιον;»


Δεν απάντησε, αλλά έδειξε μια οθόνη. Η Σαμάνθα πλησίασε. Στην οθόνη εμφανιζόταν ένας χάρτης της πόλης. Πάνω του, γραμμές δεδομένων έρεαν σε πραγματικό χρόνο, παρακολουθώντας κινήσεις, αλληλεπιδράσεις, και αποφάσεις. Η ανάσα της κόπηκε όταν είδε μια κόκκινη κουκκίδα να αναβοσβήνει στο κέντρο του χάρτη....ήταν εκείνη.


«Ποιος το κάνει αυτό;» ψιθύρισε, τρέμοντας.


Ο άντρας την κοίταξε με φόβο στα μάτια. «Σε παρακολουθούν χρόνια, Σαμάνθα. Είσαι μέρος ενός προγράμματος. Κάθε σου απόφαση είναι μέρος ενός μεγαλύτερου πειράματος. Τα δεδομένα που συλλέγονται από εσένα χρησιμοποιούνται για να χειραγωγούν την κοινωνία. Κάθε άτομο σαν κι εσένα ελέγχεται. Είσαι πιόνι».


Τα λόγια του έπεσαν σαν γροθιά στο στομάχι της. «Αλλά εγώ... δεν έχω συμφωνήσει σε αυτό. Πώς είναι δυνατόν;»


«Είναι πραγματικότητα» επέμεινε ο άντρας. «Επιλέχθηκες εδώ και πολύ καιρό. Η ζωή σου ενορχηστρώνεται από έναν οργανισμό που ελέγχει τα πάντα. Οι κινήσεις σου, οι σκέψεις σου, όλα καθοδηγούνται από αυτούς. Αλλά κάποιοι από εμάς προσπαθούμε να ξεφύγουμε».


Η Σαμάνθα ένιωθε παγιδευμένη. Ήταν δυνατόν; Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε γίνει αυτό. Γιατί δεν το είχε προσέξει νωρίτερα;


Πριν προλάβει να απαντήσει, ένας χαμηλός ήχος γέμισε το δωμάτιο και τα φώτα τρεμόπαιξαν. Το πρόσωπο του άντρα παραμορφώθηκε από τον φόβο. «Ξέρουν ότι είσαι εδώ» την προειδοποίησε. «Πρέπει να φύγεις. Έρχονται».


Η Σαμάνθα δεν περίμενε να ρωτήσει περισσότερα. Έτρεξε προς την πόρτα, αλλά καθώς βγήκε στο διάδρομο, συνειδητοποίησε κάτι ακόμη πιο τρομακτικό...είχε ξαναβρεθεί εκεί. Οι μνήμες της χειραγωγούνταν, διαγράφονταν και ξαναγράφονταν και δεν ήταν σίγουρη πια τι ήταν αληθινό.


Μέχρι να φτάσει στο δρόμο, άκουσε βήματα πίσω της. Στρίβοντας στη γωνία, είδε μια ομάδα ανθρώπων με μαύρα κοστούμια να την πλησιάζουν γρήγορα. Δεν έμοιαζαν με συνηθισμένους ανθρώπους...ήταν υπερβολικά τέλειοι, υπερβολικά συγχρονισμένοι.


Εκείνη τη στιγμή, όλα όσα συνέβηκαν, τα παράξενα τηλεφωνήματα, οι ανεξήγητες συμπτώσεις, το ανησυχητικό déjà vu, έπεσαν πάνω της. Δεν ζούσε τη ζωή της. Απλώς ακολουθούσε ένα σενάριο. Και αν δεν δρούσε γρήγορα, το σενάριο θα τελείωνε.


Έτρεχε, αλλά τα βήματα γίνονταν όλο και πιο δυνατά. Ήταν πιο κοντά. Συνειδητοποίησε ότι δεν επρόκειτο πλέον για το να βρει απαντήσεις. Ήταν ζήτημα επιβίωσης.


Καθώς χάνονταν στο σκοτάδι της νύχτας, μία σκέψη επαναλαμβανόταν στο μυαλό της, πιο δυνατή από κάθε φόβο ή αμφιβολία.


Ποιος έγραφε το σενάριο και ποιος θα το ξαναέγραφε πριν να είναι αργά;


Μαριλένα Ξυψιτή




Comments


bottom of page