Εχθές, μάζεψα σ' ένα χαρτόκουτο όλες τις σημειώσεις μου.
Σκέψεις, μάλλον ατυχείς, που πέφτουν ύστερα από μία σύντομη παράγραφο σ' έναν ολόλευκο καταρράκτη· ιδέες για μελλοντικά διηγήματα, πολλά υποσχόμενες, ημιτελή ερωτικά ποιήματα και μια ασπρόμαυρη φωτογραφία σου. Συγνώμη, αλλά ελλείψει χαρτιού και προκοπής, αναγκάστηκα βλέπεις, ζητώ ξανά συγνώμη, να σημειώσω επάνω της δύο μνήμες αμυδρές και μία φήμη.
Στη σύγχρονη φωτιά, πού αλλού, η στάχτη είναι το ψεγάδι της, μην κοροϊδεύεις.
Τι πιο σύμφωνο λοιπόν, από το να σωπάσω εντελώς γεμίζοντας το στόμα μου εύφλεκτη κηροζίνη. Αναμφίβολα τότε, όλο και κάποια ικανοποίηση θα πάρει η λήθη, κι εγώ, ίσως απαλλαγώ μια και καλή από την ανεπάρκειά μου.
Κάθισα σ' ένα πέτρινο πεζούλι σε πείσμα των υπέροχων καιρών μας, κι ας μην υπάρχουν πια υπέροχα πεζούλια.
Αφανίστηκαν κι αυτά, όπως τα μαύρα άνθη της ψυχής μας.
Μαράθηκαν από την εξαίσια απαισιοδοξία των βουβών και από την επιβαλλόμενη αντικατάσταση όλων των ενεργοβόρων απόψεων. Και τα ολόλευκα, αναμενόμενο τώρα, μοσχοβολούν νοσηρότητα και θλίψη. Τίποτα πια από το αιθέριο σκότος δεν μας ξυπνά ανήσυχα τα βράδια.
Οι εφιάλτες, είδος προς εξαφάνιση, γελάς;
Τα παρερμήνευσαν με λογική τα όνειρα, γελώ με τη σειρά μου, και με ιαματικό νερό βιομηχανοποιημένο. Υπάρχει όμως, υποκρισία, θα πεταχτεί κάποιος από το σούσουρο να πει, και σε περίσσευμα μάλιστα, θα προσθέσει.
Αλλά στην υποκρισία, όπως και να το κάνουμε φίλοι μου, και να το θες είναι αδύνατον να κάτσεις.
Για χάρη αστεϊσμού, όμως, μπορείς να υποκριθείς πως κάθεσαι σε πέτρινο πεζούλι.
Η κούτα ανάμεσα από τα πόδια μου, σκυφτός εγώ, την κοιτώ με απάθεια. Προτού την αδειάσω στον μπλε κάδο ανακύκλωσης, τη ζυγίζω πρώτα στα χέρια μου.
Τρία κιλά πιο ελαφρύ το κεφάλι μου, ξέγνοιαστος άνθρωπος. Ανακυκλωμένο προϊόν η ευτυχία μου, φιλικό προς το περιβάλλον.
Κι όπως έστρεψα την πλάτη μου να φύγω, μία ριμάδα σελίδα, κίτρινη και λίγο τσαλακωμένη στις άκρες της, κατάφερε κάπως και ξεγλίστρησε από τη μοίρα της.
Μία άμορφη μάζα χαρτιού θα ήταν η τύχη της, μία συμπαγής γκοφρέτα χιλιάδων σελίδων και απείρων λέξεων που παραδόθηκαν απλόχερα από πολλούς σαν εμένα.
Την άρπαξα προτού αγγίξει το χώμα, στον αέρα, σαν βάτραχος που σαλιώνει στην άκρη της γλώσσας του, βαρύ φτέρωμα αλογόμυγας.
«Και να που ξανασυναντιόμαστε μοναξιά μου, εδώ, επάνω σ' αυτό το τσακισμένο κοχύλι στην παγωμένη λησμονιά του κόσμου. Με τα λόγια αυτά συστηνόμαστε ξανά, εγώ και ο εαυτός μου»
Δεν μοιάζουν όμως, με σκέψεις που γεννήθηκαν από τον δικό μου νου, θα 'ναι κλεμμένες από κακόμοιρο άνθρωπο, μετρίου αναστήματος και ταπεινής μορφώσεως. «Ποιος ξεκινά να γράφει έτσι ένα διήγημα», σκέφτηκα, και έκοψα τη σελίδα σε μικρά μικρά κομφετί ώστε να χωρά στη χούφτα μου.
Μετά, όμως, σαν να θυμήθηκα, κι όπως χτυπούσα ζωηρά απ’ την πολλή τσαντίλα τη γροθιά μου στο πεζούλι, είπα: «Εγώ έγραψα εκείνα τα λόγια, έτρεμαν δάχτυλα και χέρια δικά μου όταν το έκαμα και τώρα τα ακρωτηρίασα. Στον κάδο δε θα 'χαν ποτέ τέτοια κατάληξη, οι μεταμορφωτές φροντίζουν γι' αυτό όπως τα ορφανά το ορφανοτροφείο».
Όμως, δέντρο ψηλό και σκιερό, δεν πρόκειται ποτέ να ξαναγίνουν, κι αυτό, κάπως μετρίασε τη στεναχώρια μου.
Αλλά τι να το κάνεις, ήταν ήδη πολύ αργά για οποιαδήποτε μεταμέλεια. Άνοιξα την παλάμη μου, πρόσφερα και απαίτησα συμπόνια από τον δρόμο που βογκούσε, απ΄ τους φωτεινούς σηματοδότες και απ' τα καλώδια υψηλής τάσης. «Έντισον, ψιθύρισα, κοιμούνται όλα τους πανάθεμά τα».
Τα φανάρια, τότε, ανάλαφρα πετάρισαν πορτοκαλί ματόκλαδα. Και τι άλλο να έκανα, δηλαδή, ανέμενα το ανεμικό δρομολόγιο.
Μία στάση εμπρός μου, η νυχτερινή αύρα του Σαρωνικού θα μ' έπαιρνε βόλτα στα αρχαία μάρμαρα να ξαποστάσω.
Στο Θησείο, που το 'χω ξεχάσει πως είναι, να έβρισκα μια γούρνα με νερό κι ύστερα να λέρωνα λάσπες την τσιμεντοκονία.
Βάνδαλος, θα έγραφα με χώμα για μπογιά, γαμώ την ανατροφή σας. Ο αέρας δεν φάνηκε τελικά.
Ούτως ή άλλως δεν είχα εισιτήριο, μόνο μια χούφτα κομφετί που βάραιναν τη σκέψη μου.
Comentarios