ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΩΤΗ
<<Πόσο πόνο ακόμα να νιώσω Θεέ μου , για να καταλάβω πόσο μάταια είναι όλα; Το πήρα το μάθημά μου, πίστεψέ με δε μένει τίποτε άλλο πια ν’ ανακαλύψω.
Μόνο πάρε με μακριά από δω ,μακριά απ’ το γκρίζο και το ζοφερό .
Έφτασα στο χείλος του γκρεμού, δεν έχει παρακάτω. Το κενό κι η ανυπαρξία μόνο. Τέλος. Απλά τέλος.>>
<<Πώς σου φαντάζουν αυτά τα λόγια Πέτρο;>> ρώτησα το συμφοιτητή μου , που κάναμε πρόβα μαζί. Χρειάστηκε λίγα λεπτά για να αποκριθεί. Γιατί άραγε; Λες να κατάλαβε πόσο τα νιώθω;
<<Πολύ ωραία Αλεξία, είναι σαν να τα λες μες απ’ τη ψυχή σου!>>. Λουζόμασταν κι οι δυο στο φως του λαμπερού χριστουγεννιάτικου δέντρου που ‘χε στηθεί καταμεσής στην κεντρική πλατεία.
<<Πάμε μια βόλτα;>> πρότεινα γιατί ένιωσα αμήχανα.
Δίπλα στη θάλασσα, μουρμούριζε σιγανά το κύμα.
Κρύο και τα Χριστούγεννα ήταν μια ανάσα μακριά.
Η καρδιά λες κι άνοιγε σιγά σιγά.
Το αγόρι πέρασε το χέρι του κι αναζήτησε το δικό της.
Βάδιζαν έτσι μαζί, σιωπηλά, μέχρι που εκείνη αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή.
<<Έχεις δίκιο.
Αυτά που έγραψα, ήταν πέρα για πέρα αληθινά. Είμαι εγώ.>>.
<<Το ‘νιωσα γιατί κι εγώ έτσι είμαι. Είναι σαν να είδες μέσα μου. Τι λες; Να κάνουμε μια προσπάθεια να βγούμε στο φως;>>
Η αγκαλιά τους έθεσε τη συμφωνία. Έτσι δυό μαύρα πουλιά , βρήκαν καταφύγιο στην αγάπη.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
<<Γρήγορα μάνα! Δε θα προλάβουμε!>>.
<<Έρχομαι , παιδί μου ,έρχομαι!>>
Μια μικρή βαλίτσα μόνο για να πάει το παιδί της στα ξένα , ο μονάκριβός της , το παιδί του έρωτά της. Γιατί να ‘ναι τόσο σκληρή η ξενιτιά;
<<Μα ήταν ανάγκη να φύγεις ανήμερα Χριστούγεννα , Παναγία μου;>> επέμενε η μάνα.
<<Είναι πιο οικονομικά τα εισιτήρια σήμερα! Μα κι εσύ να επιμένεις να με χαιρετήσεις στο αεροδρόμιο;>>
<<Εννοείται παιδί μου, εμένα μ’ αρέσουν τα αεροδρόμια!
Νιώθω ότι ταξιδεύω κι εγώ!>>
Πόσο ακόμη θέατρο να παίξει η μάνα για να τον δει λίγο παραπάνω;
Λίγο έμεινε , σκέφτεται , μετά μπορώ να κλαίω για όσο θέλω..
Εκείνος απ’ την άλλη, αγωνιούσε που θα βρεθεί στη δουλειά των ονείρων του και μακριά απ’ τη μιζέρια της χώρας του , αλλά ένιωθε κι ένα τσίμπημα στην καρδιά, που αποχωριζόταν τους δικούς του ανθρώπους.
<< Μια χαρά φτάσαμε!
Στην ώρα μας!>> επέμενε ν’ ακούγεται ανέμελη.
<<Μια τελευταία αγκαλιά , να σε νιώσω λίγο!>>
Έσκυψε εκείνος και την αγκάλιασε σφιχτά. Πώς να χωρέσει μια αγκαλιά όλο τον κόσμο;
Αυτή μπορεί.
<<Καλή τύχη παιδί μου! Και με την πρώτη ευκαιρία , θα έλθω να σε δω! Όλα καλά θα πάνε!>>
<<Καλά Χριστούγεννα , μάνα!>>
Τον είδε ν’ απομακρύνεται κι άρχισαν να κυλάνε τα δάκρυα..
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΡΙΤΗ
<<Τέσσερις η ώρα το πρωί βρήκε η καψερή να γεννήσει; Μες στα Χριστούγεννα;>> μουρμούριζε η μαία που εφημέρευε, τρέχοντας να ξυπνήσει τον μαιευτήρα.
<<Γιατρέ μου , ελάτε γρήγορα! Η γυναίκα στο πέντε , γεννάει!>>
<<Έρχομαι σε δυο λεπτά!>> σηκώθηκε απότομα εκείνος. Ήταν περίπλοκη η κατάσταση για τη συγκεκριμένη ασθενή , γι’ αυτό την είχε από κοντά τόσες μέρες.
Η γυναίκα που επρόκειτο να γίνει μάνα πρώτη φορά , δάκρυζε απ’ τους πόνους. Δεν έκλαιγε. Προσευχόταν στον Κύριο που γεννιέται απόψε , να τη βοηθήσει. Της έδινε δύναμη και υπέμενε. Ένιωθε και μια κρυφή χαρά ότι επιτέλους θα δει το σπλάχνο της στα μάτια , θα το κρατήσει στην αγκαλιά της.
Η μαία την ετοίμασε και ντύθηκε όπως έπρεπε για το χειρουργείο.
<<Είναι έτοιμο το καλό μας το κορίτσι;>> μπήκε ο γιατρός χαμογελαστός και της έδωσε αμέσως κουράγιο.
<<Γιατρέ μου , λες να τ’ ονομάσω Χρήστο; Χριστός γεννάται!>>
<<Όπως αγαπάς! Πάμε τώρα στην αίθουσα και μου τα λες μετά που θα τον κρατάς!>>
Είχε δοθεί εντολή για γενική αναισθησία. Τόσες μέρες το παιδί δεν έπαιρνε θέση κι εκείνο που φόβιζε πιο πολύ το γιατρό , ήταν ότι η μάνα ήταν αδύναμη , λόγω κορωνοιού που νόσησε πρόσφατα. Έτσι πάρθηκε η απόφαση για καισαρική.
<<Πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα>> σκέφτηκε καθώς εκτελούσε το χειρουργικό πλύσιμο των χεριών.
Η γυναίκα είχε κοιμηθεί με την προβλεπόμενη αναισθησία. Ο μαιευτήρας ευχήθηκε σε όλους Καλά Χριστούγεννα και ξεκίνησαν την επέμβαση.
Η πρόκληση μεγάλη , η ώρα κυλούσε βασανιστικά , η παρακολούθηση συνεχής , αλλά τέτοια νύχτα , μόνο μαγικά πράγματα συμβαίνουν.
Όταν ακούστηκε η φωνή του βρέφους , η συγκίνηση ήταν διάχυτη στην αίθουσα του χειρουργείου. Σύντομα , άνοιξε τα μάτια της και τον άκουσε.
Τον παρέδωσαν στην αγκαλιά της και φωτίστηκε ο κόσμος όλος, όταν αντίκρισε τα μάτια του.
<<Σίγουρα θα τον ονομάσω Χρήστο! >> είπε στο γιατρό και γέλασαν μέχρι δακρύων.
Στέλλα Σωτήρκου
Comentarios