Πειθάρχησε απόψε ο τρελός αέρας.
Στα " θέλω" μου, που δεν μπορώ.
Στο μισοφέγγαρο άνοιξα τα παραθυρόφυλλα,
τ' άφησα να χτυπούν σε κάλεσμα χαρμόσυνο.
Νυχοπατούν τα όνειρα και βγαίνουν στο σεργιάνι.
Από τις γρίλιες τις γελαστές το σκάνε,
συνένοχες στο έγκλημα
φτερά ταξιδιάρικα ντύνονται,
ορίζουν ρότα,
για εκεί που ο υπνοβάτης νους τα κατευθύνει.
Φέιγ βολάν σκορπούν τα "μη", ιπτάμενα.
Πώς και γιατί να τα μαζέψω;
Βράδυ Αυγούστου,
τα "θέλω" θέλω.
Το πιο μικρό φτερό, το πιο ακριβό, θαρρώ το πιο λευκό κι ανήμπορο,
σ' έναν ιστό σημαίας σκάλωσε.
Σκάλισε θρόνο κι έμεινε,
όχι από έπαρση,
μα θέλοντας να ξεκουράσει τη ράχη του
απ' τη γραμμή της πλεύσης.
Θ' ανεμίσει ελπίδας δροσιά εδώ,
ευτυχίας άγγιγμα,
απουσιών καταγραφή θα κάνει,
χαιρετίσματα θα δώσει.
Εδώ θα μείνει, στα ξάστερα.
Θ' αφήσει τις μνήμες πίσω,
θα θυμίσει ό,τι φοβάμαι στη σκέψη,
μα πιότερο ότι τρέμω στη λησμονιά.
Εδώ θα μείνει, στα ξάστερα.
Κι εγώ ας ξυπνήσω, ας βραχώ.
Ορμητικός άνεμος απόψε και θαρραλέος,
τρελός ταχυδρόμος των ουράνιων οδών.
Περιοδεύει και αναζητά αντίπαλο αυτός ο πεχλιβάνης,
αυτόν τον αδύναμο που θ' ακουμπήσει πρώτος
στο έδαφος την πλάτη.
Τον χαμένο.
Ατρόμητος άνεμος, μεθυστικός.
" Να μην μπορείς να κοιμηθείς μόλις τον ανασάνεις..."
σιγοτραγουδά ο Θανάσης.
Ένας τζουράς ακούγεται,
κάποιος τον γρατζουνά νωχελικά,
λες και σπαταλά στα τέλια του,
σε Αυγουστιάτικη τακτή γιορτή,
απρόθυμα και υπαίθρια,
τα τρελά τα όνειρά μου.
Τα μη στεγασμένα.
Comments